Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Οι φίλοι μου είναι πολύ κουρασμένοι. Έχουν μοχθήσει πολύ, πολλά πράγματα τους πήγαν στραβά, άλλα χάλασαν στην πορεία, άλλα δεν είχαν τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν. Κάθε τόσο, ένα σωρό εμπόδια υψώνονταν μπροστά τους. Κι ετούτο, κι εκείνο. Εξαιτίας κάποιων από αυτά, αναγκάστηκαν να αλλάξουν δρόμο, ξανά και ξανά. Και μετά ξανά πάλι. Εξαιτίας κάποιων άλλων, άφησαν μισές πολλές δουλειές, πράγματα που είχαν σκοπό να κάνουν, πράγματα που είχαν σκοπό να αλλάξουν, πράγματα που απλώς ήθελαν κάπως να τ' αγγίξουν με τα δάχτυλα.
Οι φίλοι μου μεγάλωσαν με όσες δυσκολίες μεγαλώνει κανείς σε μια πλούσια και ισχυρή χώρα της ειρηνικής Δύσης, και με όσες άλλες κυκλώνουν έναν άνθρωπο ανεξάρτητα από τη χώρα και την εποχή όπου ζει. Και αρρώστησαν και έχασαν ανθρώπους, και έκλαψαν και ξανάκλαψαν πολύ, και προσπάθησαν να ξεχάσουν, και ξανάρχισαν από την αρχή, κι έσφιξαν τα δόντια, κι έκαναν λάθη, και τα πλήρωσαν, και το μετάνιωσαν, και συνέχισαν όλο να ανεβαίνουν και να ανεβαίνουν. Να ανεβαίνουν: όταν η ζωή είναι παρούσα, είναι ανηφορική? όταν χάνεται, είναι μια μεγάλη, ανεξάντλητη κατηφοριά, και μόνο αυτό κι άλλο τίποτε.
Οι φίλοι μου δούλεψαν πολύ. Καμιά φορά, περισσότερο από όσο τούς αναλογούσε. Καμιά φορά πάλι, το παράκαναν κιόλας. Ξενύχτησαν, ήπιαν πολύ καφέ για να κρατηθούν όρθιοι και με τα μάτια τους ανοιχτά, γάζωσαν, μέτρησαν, έχτισαν, έβαλαν σφραγίδες, ήλεγξαν, ερεύνησαν, δίδαξαν, καθάρισαν, πάστρεψαν, μαγείρεψαν, ανακάτεψαν τα χρώματά τους, οργάνωσαν, έδωσαν εντολές, και μπήκαν στο ίδιο λεωφορείο εκατοντάδες, χιλιάδες φορές: πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνα, μια ζωή. Όλο στο ίδιο λεωφορείο, στο ίδιο αμάξι, στο ίδιο ασανσέρ. Και επένδυσαν εκείνο τον μισθό, και εκείνες τις αυξήσεις, και εκείνα τα μπόνους, σε μερικές χιλιάδες συνανθρώπους τους. Μόνο μια χούφτα θα μάθουν απ' όλους αυτούς, και αν.
Οι φίλοι μου σπούδασαν πολύ, και σπούδασαν κι άλλο, και διάβασαν πολύ, κι άκουσαν όλα τα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ, και ταξίδεψαν λίγο: θα ήθελαν να μπορούσαν να ήταν μακριά τόσο κι άλλο τόσο, και να περπατούσαν σε τόσες κι άλλες τόσες αλέες, παραλίες, πλαγιές και πλατείες άλλων πόλεων και άλλων διαθέσεων, σε κείνες τις αγορές με τα μπαχάρια, τα κεντήματα, τα γλυκά, τα αρώματα, τα αλλαντικά, τα λουλούδια. Σε όλα εκείνα τα πολύχρωμα παζάρια. Τους αρέσει βέβαια να τα θυμούνται και να μιλούν γι' αυτά. Είναι ο τρόπος τους να απαλύνουν τη μεγάλη, βαριά, άχαρη βίζα της εντροπίας που τον περισσότερο καιρό τούς κρατά στον τόπο τους. Ο τόπος μας δεν μας φτάνει, και δεν πρέπει και δεν γίνεται να μας φτάνει.
Οι φίλοι μου έκαναν παιδιά και είναι παιδιά, και είναι ωραίο που είναι και κάνουν παιδιά. Παίρνουν μικρά ζωάκια να μείνουν μαζί τους, κι εκείνα τούς το ξεπληρώνουν υπάρχοντας. Κάθονται μαζί και βλέπουν τηλεόραση, και καμιά φορά συζητούν μαζί τους αυτά που έγιναν στην οθόνη. Και το βράδυ, όταν πλένουν τα δόντια τους μόνοι στο μπάνιο, κοιτάνε στον καθρέφτη, μετράνε πρώτα τις ρυτίδες τους —μήκος, βάθος, γέλιου, λύπης, χρόνου— κι έπειτα κλείνουνε το μάτι σε εκείνο το παιδί που τους κοιτά με την οδοντόπαστα γύρω-γύρω από το στόμα. Και τους το κλείνει κι αυτό. Κι έπειτα κοιμούνται μαζί, και κοιμούνται χώρια.
Οι φίλοι μου αγαπούν και θυμώνουν, εξανίστανται και θαυμάζουν, λαχταρούν και λυπούνται, σπαράζουν και απολαμβάνουν, χαίρονται και κλαίνε. Πού και πού, πάλι, κάθονται απλώς και κοιτούν από το παράθυρο με ένα βιβλίο αφημένο στην ποδιά τους, και με το δάχτυλο να δείχνει τη σελίδα. Μπορεί κάπου εκεί να λαγοκοιμάται και μια γάτα, ή ένα σκυλί.
Αλλά κυρίως όμως: οι φίλοι μου είναι κουρασμένοι. Νομίζω πως κυρίως είναι κουρασμένοι. Και πως δεν θα 'ταν άσκοπο να τους το αναγνωρίσουμε.
* * *
Σχεδόν κανείς τους, ποτέ, δεν θα με μάθει, δεν θα δω σχεδόν κανέναν τους από κοντά, αλλά αυτοί είναι οι φίλοι μου.