Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Εδώ και κάμποσα χρόνια, είναι εμφανής η απουσία των διορθωτών στις εφημερίδες. Τόσο ως μανιώδης αναγνώστης του Τύπου σαράντα χρόνια τώρα, όσο και ως διορθωτής ο ίδιος (βιβλίων: στις εφημερίδες δούλεψα πολύ λιγότερο από όσο ήθελα), το έχω επισημάνει κι εγώ πάρα πολλές φορές, και έχω γράψει κάμποσες χιλιάδες λέξεις για το θέμα. Θα γράψω λίγες ακόμα και σήμερα, αλλά από την ανάποδη: για να πω ότι δεν χρειάζονται διορθωτές.
Νά κάτι που δεν συνιστά είδηση: ο Τύπος περνά κρίση: μακρά και διαρκή. Ταυτόχρονα, ο Τύπος αλλάζει: εξελίσσεται — γίνεται κάτι άλλο από αυτό που ξέραμε και αγαπήσαμε. Γίνεται —έχει ήδη γίνει— κάτι που μαθαίνουμε σιγά-σιγά? και κάτι που αγαπάμε ήδη, αν και όχι (ακόμα) με το ίδιο πάθος που αγαπήσαμε τις εφημερίδες και τα περιοδικά του καιρού μας. Ούτε αυτό είναι είδηση, βέβαια.
Αλλά, να το ξαναπούμε: παρά τις αλλαγές του, απαραίτητες και ουσιώδεις, παρά τις μεταμορφώσεις του, παρά την εξέλιξή του (με τη βιολογική έννοια του όρου), ο Τύπος περνά κρίση — μεγάλη κρίση. Και εννοούμε φυσικά οικονομική. Παντού στον κόσμο. Από το τελευταίο περιοδικό μέχρι τους Times, δεν υπάρχει εκδοτικός οργανισμός που να βγάζει περιοδικά και εφημερίδες και να μπορεί να παινευτεί για κέρδη. Μόνο φέτος διαβάσαμε κάτι τέτοιο για τον Guardian, που όμως στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους συνδρομητές του. Όπως άλλωστε στους αναγνώστες του σάιτ τους (της ηλεκτρονικής τρόπον τινά έκδοσής τους) στηρίζονται χρόνια τώρα και οι ίδιοι οι Times, που κάνουν ό,τι μπορούν για να προσελκύσουν νέους (και ηλικιακά) συνδρομητές. Στην Ελλάδα, οι πωλήσεις των εφημερίδων χτυπούν διαρκώς ιστορικά χαμηλά. Μόνο οι κυριακάτικες εκδόσεις και δυο-τρεις καθημερινές κάπως αντέχουν, κι αυτό πάλι με τεράστιες δυσκολίες. (Και δεν αναφερόμαστε καν στο πολύπαθο Έθνος, που έπεσε θύμα μιας εκδοτο-πολιτικής ίντριγκας και πάει καλιά του).
Αυτά όλα δεν είναι σημερινά. Για την ακρίβεια, ισχύουν εδώ και καναδυό δεκαετίες. Πάνω από μια γενιά τώρα, ο Τύπος στην Ελλάδα πηγαίνει όλο και πιο κάτω, όλο και πιο κάτω — σε βαθμό τέτοιο που να αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται και υπάρχουν ακόμη εφημερίδες. (Δεν αναφέρομαι σε όσες συντηρούνται από μαύρα δάνεια ή από κρατικές διαφημίσεις που δεν τις διαβάζει κανείς γιατί κανείς δεν είναι τόσο ηλίθιος ώστε να αγοράζει αυτές τις εφημερίδες). Προσωπικά, δεν θα στοιχημάτιζα γι' αυτό στις αρχές της Κρίσης. Περίμενα ότι δεν θα έμενε τίποτε όρθιο.
Παρά ταύτα, ευτυχώς που έπεσα έξω. Νά που υπάρχουν ακόμη εφημερίδες. Αντιστέκονται. Κάτι γίνεται.
Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να συζητάμε (σήμερα) για την έλλειψη διορθωτών —σε εφημερίδες και σάιτ— υπάρχει μεγάλη διαφορά. Είναι, αν θέλετε, η διαφορά ανάμεσα στο «πάλι καλά που υπάρχουμε» και στο «παντεσπάνι» του παρελθόντος. Δεν υπάρχει πια περιθώριο γι' αυτό το παντεσπάνι. Για να καταλάβετε, στις εφημερίδες που δούλεψα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας τού '90, απασχολούμασταν περί τους δέκα διορθωτές. Δέκα. Στην καθεμία. Για να δώσουμε μία τάξη μεγέθους, και συμπαθάτε με για το άκομψο ποδοσφαιρικό ανάλογο, είναι σαν να ζητάμε σήμερα από μια ελληνική ομάδα βήτα εθνικής να πάρει μετεγγραφή τον Μέσι…
Ο Τύπος φτώχυνε, άλλαξε —εξακολουθεί και αλλάζει, για την ακρίβεια— και θα πλουτίσει πάλι. Αφού ξεκαθαρίσει με όσους δεν αντέξουν, ασφαλώς. Αλλά, αναφορικά με τα λάθη που συχνά-πυκνά βλέπουμε τυπωμένα στις σελίδες των εφημερίδων, ή στις οθόνες των συσκευών μας, λάθη παντοίου είδους, ορθογραφικά, γραμματικής, συντακτικά, σολοικισμούς, επαναλήψεις κλπ. κλπ., οφείλει πλέον να στηρίζεται στους συντάκτες του. Σε μια εποχή κατά την οποία είναι ήδη παλιός, σχεδόν «αρχαϊκός», ο αφορισμός ότι «η πληροφορία είναι δύναμη», δεν νοείται να μην είναι προσεκτικοί (και επαρκείς) οι δημοσιογράφοι, οι συντάκτες — για να μην πούμε ότι και ένα απλό πέρασμα με τον «ορθογράφο» τού Word είναι συχνά αρκετό.
Όταν πλέον έχουμε ΔΕΚΑΔΕΣ τρόπους να μαθαίνουμε τι συμβαίνει στον κόσμο (από τα ήδη επίσης παλιά newsletter μέχρι τα προσωπικά μέιλ από σοβαρούς επαγγελματίες που αποδελτιώνουν όσες ειδήσεις ενδιαφέρουν αποκλειστικά και μόνο εμάς, από τις εκλογές στη Βενεζουέλα, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, μέχρι τις νέες συνταγές με αβοκάντο, αν τρώγεται αυτό το πράγμα), όταν πλέον όλοι γράφουμε σωρηδόν και όλοι δημοσιεύουμε, δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους παρελθόντος.
Δεν (πρέπει να) χρειαζόμαστε διορθωτές, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν χρειαζόμαστε πεταλωτές. Χρειαζόμαστε ακόμη καλύτερα, υγιή Μέσα.