Οι περισσότεροί μας πιστεύουμε ότι όλοι όσοι συμφωνούν και υποστηρίζουν τη «δημοκρατία» έχουν κατά νου το ίδιο πράγμα: ότι δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα και ένα κοινωνικό καθεστώς όπου κυβερνά ο λαός μέσω των αντιπροσώπων του∙ και ότι ο δημοκράτης πολίτης είναι ένα άτομο που σέβεται τους θεσμούς και τους συμπολίτες του. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Στην Ελλάδα, τουλάχιστον, υπάρχουν δύο παράλληλοι ορισμοί της δημοκρατίας και του δημοκράτη που χωρίς να ακυρώνουν τον παραπάνω βασικό ορισμό, τον κατανοούν με πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Κατά τον έναν ορισμό, η δημοκρατία είναι ένα μετριοπαθές πολίτευμα ελευθερίας, καθώς μέσω των θεσμών της επιτρέπει την συνύπαρξη διαφορετικών ατόμων που έχουν διαφορετικές προτεραιότητες και νοοτροπίες. Κατά τον άλλον, η δημοκρατία είναι ένα αγωνιστικό πρόταγμα, που στόχο έχει να εγκαθιδρύσει την ισότητα και τη δικαιοσύνη και να προωθήσει πολιτικές που θα αποβάλουν από την κοινωνία τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια, τον ανταγωνισμό και την αδικία. Ο πρώτος ορισμός είναι ατομοκεντρικός, θεσμικός, και πραγματιστικός. Θεωρεί την αδικία ως μία ενδημική, βαθιά ανθρώπινη, κατάσταση και προσπαθεί να την περιορίσει χωρίς να καταστρέψει στη διαδικασία τις ατομικές ελευθερίες. Ο δεύτερος είναι συλλογικο-κεντρικός, «συναισθηματικός», και αγωνιστικός. Θεωρεί ότι η δημοκρατία είναι ένας αγώνας των πολλών εναντίον της αδικίας και της ανισότητας που επιβάλουν οι λίγοι, και απαιτεί από το άτομο να αγωνισθεί για να φέρει τη δικαιοσύνη στον κόσμο. Αυτά αποτυπώνονται σε κοινωνιολογικές έρευνες για την κατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Αυτές οι δύο εννοιολογήσεις της δημοκρατίας και του δημοκράτη, αν και δεν είναι οι μόνες που υπάρχουν στην Ελλάδα, σίγουρα είναι οι ηγεμονικές καθώς έχουν τη δύναμη να συγκεντρώσουν άλλες, λιγότερες νομιμοποιημένες απόψεις (όπως τις πιο εγωιστικές, φοβικές, και ανατρεπτικές). Και αν και δίνουν την εντύπωση, δεν είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικές. Σε μία κατάσταση ηρεμίας και κανονικότητας συνομιλούν μεταξύ τους, η μία μπολιάζει την άλλη με τα δικά της συστατικά στοιχεία, και μαζί προσφέρουν ένα μείγμα θεσμικής ευθύνης από την μία, και ηθικού φρονήματος από την άλλη. Αυτό συνέβη στο μεγαλύτερο μέρος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, της «Μεταπολίτευσης». Όμως η μεγάλη κρίση των μνημονίων πόλωσε αυτές τις δύο προσλήψεις της δημοκρατίας και του δημοκράτη πολίτη και τις κατέστησε εχθρικές την μία με την άλλη. Αυτό δεν έγινε φυσικά αυτομάτως∙ ούτε με τον ίδιο τρόπο. Κρίσιμος αποδείχθηκε ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ που με λόγια και έργα προσέδωσε κινηματική μορφή στην «δημοκρατία του φρονήματος» μπολιάζοντάς την με εχθροπάθεια για τους πολιτικούς του αντιπάλους, για τα κόμματα που είναι οι κατεξοχήν φορείς της «δημοκρατίας της ευθύνης» - τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, και που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση με (πόσο ειρωνικό!) ανεύθυνες πολιτικές - εξ ου και η σημαντική απονομιμοποίησή τους κατά την περίοδο της κρίσης.
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία μετεξέλιξη αυτής της αντιπαράθεσης. Ενώ η δημοκρατία της ευθύνης έχει ανασυγκροτηθεί, το άλλο στρατόπεδο, το στρατόπεδο του φρονήματος έχει μεταλλαχθεί. Από τις τάξεις του όλο και περισσότερο ξεπροβάλουν νιχιλιστικές κινηματικές ομάδες και λόγοι που απορρίπτουν τη θεσμική δημοκρατία και επιζητούν την καταστροφή της, χωρίς να κομίζουν κάποιο εναλλακτικό πολιτικό ή κοινωνικό όραμα. Ενώ λοιπόν απορρίπτουν την πολιτική κουλτούρα της ευθύνης, αδιαφορούν παντελώς για την εγκαθίδρυση μίας συγκροτημένης εναλλακτικής κοινωνικής ρύθμισης φρονηματικού τύπου. Αυτό επίσης αποτυπώνεται σε σχετικές κοινωνιολογικές έρευνες.
Με άλλα λόγια, είτε λόγω πνευματικής νωχέλειας, είτε λόγω πολιτικού πεσιμισμού, η δημοκρατία του φρονήματος έχει χάσει σήμερα την ζωτικότητα και την στοχοπροσήλωσή της - η θλιβερή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένδειξη αυτού του γεγονότος. Πάνω απ’ όλα, έχει εγκαταλείψει το όραμα μιας μαχητικά δίκαιης κοινωνίας για όλους. Όμως δεν έχει εγκαταλείψει τον πολιτικό αγώνα. Αδύνατον καθώς βρίσκει να αποδεχθεί την ήττα της έναντι των θανάσιμων εχθρών της, της κοινωνικής ανισότητας και της ιεραρχικής εξουσίας, δεν διστάζει να επιτεθεί στην, κατά την ίδια, ανήθικη «δημοκρατία», όχι για να την αλλάξει, αλλά για να την καταστρέψει. Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων.
Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι αυτός ο πολιτικός νιχιλισμός είναι περιθωριακός και ολιγάριθμος∙ ότι δεν αντικατοπτρίζει την θέση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, και ως εκ τούτου είναι ακίνδυνος. Πράγματι, ο νιχιλισμός, ως πολιτικό πρόταγμα δεν είναι δημοφιλής – ούτε καν στις τάξεις των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτό αποτελεί μια λανθασμένη επιχειρηματολογία∙ μπερδεύει τις διάχυτες νοοτροπίες με την βίαιη κινηματικότητα, και την επαναστατική ανατροπή του πολιτικού συστήματος με την αποσταθεροποίησή του. Ένα αποφασισμένο πολιτικό κίνημα, όσο ολιγάριθμο κι αν είναι, μπορεί να μην δύναται βέβαια να ανατρέψει το πολιτικό σύστημα, αλλά μπορεί να το αποσταθεροποιήσει αν καταφέρει να το απονομιμοποιήσει στα μάτια των πολλών. Αυτός είναι σήμερα ο στόχος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Χρησιμοποιώντας εργαλειακά τον αναρχο-αυτόνομο «χώρο», που κατά τα άλλα δεν μπορεί να ελέγξει, αποσκοπεί όχι τόσο στην εκλογική νίκη, όσο στην αποσταθεροποίηση της ίδιας της κυβερνησιμότητας. Ο άμεσος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ, με άλλα λόγια, δεν είναι να γίνει πλειοψηφικός μέσω της χρήσης τέτοιων ομάδων, αλλά να αποδιοργανώσει τους αντιπάλους του, εγκαθιστώντας την αβεβαιότητα και την αμφιβολία στη δημόσια σφαίρα.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο διχασμός είναι μία πραγματικότητα που επετεύχθη μέσω μίας ανίερης συμμαχίας μεταξύ της τυχοδιωκτικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του νιχιλιστικού αναρχισμού. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθεί αυτό η δημοκρατία της ευθύνης, αλλά και όλοι όσοι δεν είναι έτοιμοι να θυσιάσουν την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία προς χάριν αυτών των κινημάτων, τόσο το καλύτερο για όλους μας.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής της Συγκριτικής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale