Οι παλιοί διανοούμενοι θαμώνες τού Ντόλτσε -από αυτούς που δεν ενεπλάκησαν με τα πολιτικά αλλά με τα βιβλία- θα θυμούνται αυτή την περίπτωση. Ένας αριστοκρατικός γόνος έφυγε μαζί με τόσους άλλους για το Παρίσι όταν πλάκωσε η χούντα και με το πέρασμα των χρόνων ξεκοκάλισε εκεί την οικογενειακή του περιουσία, όχι όμως κατασπαταλώντας την ο ίδιος -ίσα-ίσα υπήρξε λιτοδίαιτος, παράδειγμα- αλλά διοργανώνοντας πάρτι και επιδαψιλεύοντας πλουσιοπάροχες δωρεές προς τους φτωχούς φίλους του. Όταν με το καλό επέστρεψε, πάμφτωχος πια, συνέχισε να κερνά την παρέα του μια στο τόσο, αλλά, καθώς ο ίδιος δεν είχε πια χρήματα, ούτε φράγκο, παίρνοντας δανεικά αυτή τη φορά από όποιον μπορούσε. Ψωνίζοντας ρούχα και σκαρπίνια από κοράκια για να είναι πάντοτε στην τρίχα, δεν έχανε ευκαιρία όποτε μυριζόταν κάποιον που ήθελε να κάνει παρέα με τη διανόηση και είχε γεμάτο πορτοφόλι για να του αποσπάσει μερικά χιλιάρικα, όχι -ξαναλέμε- προς ίδιον όφελος, αλλά για να τιμήσει τους ανθρώπους που αγαπούσε κερνώντας τους ένα ποτό, ένα καλό γεύμα, ή την έξοδο σε ένα καμπαρέ. Δεν γεννιέσαι απλώς αριστοκράτης, αλλά πεθαίνεις και τέτοιος.
Η περίπτωση του ανδρός μάς θυμίζει τους βιβλιόφιλους των λίγων και εκλεκτών βιβλίων, τους αριστοκράτες της ανάγνωσης. Μακριά από τις τρέχουσες μόδες και τη λογοτεχνία του συρμού, αγαπούν κυρίως τα παλαιοβιβλιοπωλεία, τις σκονισμένες βιβλιοθήκες αγνώστων στους πολλούς ιδρυμάτων και τις κλειστές λέσχες ανάγνωσης, νυχτερινές συνήθως αυτές, που κάνουν τις συναντήσεις τους συνωμοτικά και χωρίς προσκλήσεις, ή σε υποφωτισμένα υπόγεια ή στο πίσω μέρος αρχαίων καπηλειών, από εκείνα που δεν έχουν γίνει ακόμη ρεπορτάζ στα glossy περιοδικά πόλης.
Οι παλαιάς κοπής βιβλιόφιλοι κουβαλούν θαμπούς πλην αιχμηρούς και ακμαίους χαρτοκόπτες στην εσωτερική τσέπη του σακακιού τους, υπογραμμίζουν σχολαστικά τα βιβλία τους, πάντα με κοινό μολύβι ξυσμένο με τον σουγιά με τέσσερις μόνο γρήγορες κινήσεις, ξεφυλλίζουν ακόμη εφημερίδες τρέφοντας μια ηδυπαθή αν και κουρασμένη αγάπη προς τον ξένο Τύπο, δεν έχουν ένα στέκι αλλά πολλά -και τα επισκέπτονται όλα με τη σειρά, σύμφωνα με έναν παλαιό κανόνα χρηστής αγωγής-, ξέρουν από στήθους το έργο όλων των πεζογράφων που υπήρξαν και μποξέρ, ενώ σπανίως διαβάζουν εκδόσεις σε μονοτονικό ή ζωντανούς συγγραφείς ή βιβλία χωρίς γκραβούρες ή που τα Κεφάλαιά τους δεν αρχίζουν όλα από μονή σελίδα.
Αν γράφουν, και συχνά πράγματι γράφουν, δεν στέλνουν τα χειρόγραφά τους στους εκδοτικούς οίκους για να κυκλοφορηθούν θεωρώντας τα ημιτελή, έργα εν προόδω, μολονότι δεν παύουν να βρίσκονται και σε γραφεία εκδοτών για ένα ποτήρι ουίσκι και κουβέντα, αργά το απόγευμα, αν και οι εκδότες αυτοί είναι επίσης κάπως τής περιφερείας, με σκονισμένη επιφάνεια γραφείου πνιγμένη σε χειρόγραφα ξεχασμένων ποιητών και σε μεταφράσεις σκοτεινών έργων καμωμένες με μακρόστενα γράμματα μέσα σε χοντρά τετράδια με σπιράλ, με ένα ξέχειλο πήλινο τασάκι στο μέσον με άλω στάχτης και με ένα τηλέφωνο με στρογγυλό καντράν στ’ αριστερά τους από μαύρο βακελίτη, βαρύ και συνοφρυωμένο σαν παλιό λεξικό, που ποτέ δεν χτυπά, μα που αν χτυπήσει θα είναι για να σημάνει μιαν αναποδιά, ένα μεγάλο κακό.
Νευρικοί αλλά συγκρατημένοι, προτιμούν βέβαια τα καπέλα και την αραιή βροχή, αποφεύγουν την καλοκαιρία, δείχνουν μία προτίμηση στις έξυπνες βλαστήμιες, κουβαλούν χαρτοφύλακα, πηγαίνουν στις βιβλιοπαρουσιάσεις μόνο όταν υπάρχουν πολλές άδειες θέσεις, για να κάτσουν πίσω-πίσω και για να μπορέσουν να φύγουν απαρατήρητοι από την αίθουσα με τα πρώτα χειροκροτήματα, σαν τον άνθρωπο του πλήθους, βγαίνοντας έξω στη νύχτα για να ανάψουν τσιγάρο στον δρόμο μισοκλείνοντας τα μάτια από τον καπνό.
Έχοντας ξοδέψει μια περιουσία στα βιβλία, δηλαδή στην αγορά, δηλαδή στους άλλους, έχουν μείνει μόνοι, σαν την ωραία σκουριά μέσα σε ένα παλιό ρολόι, εκείνη που το κάνει να μένει ένα λεπτό πίσω. Μα πόσο ωραίο λεπτό είναι αυτό.