Στους σοβαρούς οικονομικούς κύκλους υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο. Όλοι γνωρίζουν πως η χώρα μας, που στην αρχή της δεκαετίας του 80 ήταν μία υπολογίσiμη μεταποιητική δύναμη, έφτασε στο σημείο να εξαρτάται από τις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Η μετάλλαξη αυτή δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων μεταξύ των οποίων ήταν και οι απρόθετες συνέπειες της κρατικής μεγαλοψυχίας.
Ακόμα και σήμερα συντηρείται ο μύθος ότι στη δεκαετία του 80 “ο κοσμάκης είχε λεφτά και έφαγε ψωμί”. Η αλήθεια είναι ότι ο μύθος αυτός έχει μία ισχυρή δόση αλήθειας. Την περίοδο εκείνη το κράτος αύξησε κατακόρυφα το δανεισμό του, τις δαπάνες του, και αύξησε το κόστος της εργασίας.
Σήμερα, λίγο μετά τις 10 το πρωί, το ΚΕΦίΜ θα παρουσιάσει μία σημαντική μελέτη με τίτλο “Μισθολογικό κόστος και παραγωγικότητα στη μεταποίηση: Η διαχρονική τους σχέση και η κατάσταση σήμερα”. Η μελέτη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι γνωρίζουν αλλά λίγοι αναγνωρίζουν.
Όταν οι μισθοί αποσυνδέονται από την παραγωγικότητα, η οικονομία χάνει το βηματισμό της. Για παράδειγμα, επί δεκαετίες τα ισχυρά συνδικάτα διαπραγματεύονταν με την εκάστοτε κυβέρνηση αυξήσεις σε μισθούς που στο τέλος πλήρωναν οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις. Η πρακτική αυτή αποσύνδεσε τους μισθούς των εργαζομένων από την παραγωγικότητά τους και την συνέδεσε με το πολιτικό κόστος και το πολιτικό όφελος που κάθε συνδικάτο μπορούσε να προσφέρει στην πολιτική ηγεσία. Οι επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τον τρόπο που τις εκλαμβάνεται η λαϊκή σοφία, έχουν κάθε κίνητρο να ανταμείβουν τους παραγωγικούς εργαζομένους, είτε από φόβο του ανταγωνισμού είτε επειδή θέλουν να επενδύουν στο ανθρώπινο κεφάλαιό τους προκειμένου να τους αποφέρει ακόμα καλύτερες επιδόσεις και προοπτικές στο μέλλον.
Όταν, λοιπόν, το πόσα χρήματα βγάζει ή κοστίζει ένας εργαζόμενος δεν συνδέεται με την παραγωγικότητά του, ολόκληρη η αγορά διαστρεβλώνεται και αρχίζει να ανταμείβει “αρετές” που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο της δουλειάς του - όπως η εκλογική ισχύς, η πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, η δυνατότητα οργάνωσης ηχηρών διαδηλώσεων κλπ. Κάπως έτσι, με την εύνοια των πολιτικών μας, οι διαστρεβλώσεις που προκάλεσε η κρατική ανάμειξη στα εργασιακά, στο ρυθμιστικό πλαίσιο, και η γραφειοκρατία, κατέστησαν τη χώρα μας εχθρική προς τη μεταποίηση.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου που επιβίωσαν και δεν μετανάστευσαν στο εξωτερικό είναι οι πραγματικοί ήρωες της κρίσης. Το ευχάριστο είναι ότι σήμερα, λόγω της δεκαετούς κρίσης, το μισθολογικό κόστος δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη της μεταποίησης. Αντίθετα, αν η κυβέρνηση θέλει όντως να διαφοροποιήσει το παραγωγικό μας μοντέλο, θα πρέπει να χαλαρώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο και να το κάνει πολύ πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, να μειώσει τη γραφειοκρατία, και να εξασφαλίσει στον μεταποιητικό κλάδο πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια. Η επιτροπή Πισσαρίδη φαίνεται ότι έχει διαπιστώσει αυτή την ευκαιρία και προτείνει μεταρρυθμίσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Μένει να δούμε αν θα τις αγκαλιάσει η κυβέρνηση.