Της Μαρίας Χούκλη
Οι νόμοι για τις αμβλώσεις στη Βραζιλία είναι από τους πιο αυστηρούς παγκοσμίως. Η έκτρωση επιτρέπεται μόνο εάν κινδυνεύει από επιπλοκές η ζωή της εγκύου, αν έχει πέσει θύμα βιασμού ή κυοφορεί έμβρυο δίχως εγκέφαλο. Ακόμη και αν διαγνώσουν οι γιατροί ότι το παιδί που θα γεννηθεί ενδέχεται να παρουσιάσει σοβαρά νευρολογικά προβλήματα, δεν αποτελεί νόμιμο λόγο για να τερματιστεί η εγκυμοσύνη. Το ασφυκτικό νομικό πλαίσιο –υπό την επιταγή και της θρησκείας– έχει οδηγήσει μοιραία στην άνθιση μιας βιομηχανίας παράνομων αμβλώσεων με τζίρο δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με έρευνα που επικαλείται σε άρθρο της στους NY Times η Debora Diniz, μία στις πέντε γυναίκες στη Βραζιλία μέχρι τα 40 έχει κάνει τουλάχιστον μία άμβλωση. Οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η επέμβαση, τις περισσότερες φορές, δεν πληρούν τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Εκτός κι αν η γυναίκα διαθέτει χρήματα. Τότε ανοίγουν οι πίσω πόρτες πανάκριβων κλινικών, όπου η επιταγή πληρώνει ταυτόχρονα ασφάλεια και εχεμύθεια.
Η Βραζιλία βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης αναστάτωσης. Μέχρι στιγμής έχουν εμφανιστεί περίπου 4.000 ύποπτα κρούσματα του ιού Zika, χωρίς ακόμη να είναι σε θέση οι επιστήμονες να πουν με βεβαιότητα αν όντως προκαλεί γενετικές ανωμαλίες στα έμβρυα. Ωστόσο, είναι αποδεδειγμένο ότι ο ιός χτυπά συγκεκριμένες κατηγορίες γυναικών. Η επιδημία αντικατοπτρίζει τις ανισότητες της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Ο Zika προσβάλει νέες, φτωχές, μαύρες και μιγάδες, κατοίκους των λιγότερων αναπτυγμένων περιοχών της αχανούς πυκνοκατοικημένης λατινοαμερικάνικης χώρας. Σε υποβαθμισμένα προάστια, με άθλια σπίτια κοντά σε στάσιμα νερά με σμήνη κουνουπιών, μια πραγματικότητα αδιανόητη για την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι γυναίκες δεν μπορούν να αποφύγουν την έκθεση στον ιό, αφού είναι υποχρεωμένες να βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους από την αυγή έως το σούρουπο για να εργαστούν ή για να φροντίσουν το σπίτι και τα παιδιά τους. Οι θηλυκοί παρίες της κοινωνίας αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια για να καταφύγουν σε ασφαλείς αμβλώσεις.
Η κυβέρνηση Rousseff καλεί τον γυναικείο πληθυσμό να αποφεύγει τις εγκυμοσύνες έως ότου υπάρξουν σαφείς επιστημονικές διαπιστώσεις για τον τρόπο μετάδοσης και τις βλάβες που προκαλεί ο ιός. Μεταφέρει δηλαδή την ευθύνη στα πιθανά θύματα του Zika, γυναίκες που δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στις απαραίτητες πληροφορίες για την υγεία τους, για τα αντισυλληπτικά. Το Ινστιτούτο Anis, αντιπρόεδρος του οποίου είναι η Debora Diniz, ακτιβίστρια ανθρωπολόγος και καθηγήτρια Δικαίου, αναλαμβάνει μια σπουδαία πρωτοβουλία. Το Ινστιτούτο Βιοηθικής, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Φύλου προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα να αναλάβει η Πολιτεία να προσφέρει σε όλες τις γυναίκες –ιδίως στις απόκληρες ομάδες που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό– ολοκληρωμένο πακέτο υγειονομικής περίθαλψης και ταυτοχρόνως να εισαχθεί η σεξουαλική και αναπαραγωγική εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία της χώρας. Η πρωτοβουλία του Anis είναι «αιρετική» σε μια χώρα βαθιά θρησκευόμενη. Το 80% των κατοίκων είναι πιστοί καθολικοί, ένα ακόμη ψυχικό εμπόδιο για τις γυναίκες να προχωρήσουν σε άμβλωση.
Είναι καιρός, λέει η ακτιβίστρια ανθρωπολόγος, να αποκτήσουν και στη Βραζιλία οι γυναίκες το δικαίωμα να εξουσιάζουν το σώμα τους, να διαχειρίζονται την εγκυμοσύνη τους και να μην αποτελούν ανυπεράσπιστα θύματα άτεγκτων νόμων, πρόβατα επι σφαγή όπως στην περίπτωση του Zika.
Η βία δεν έχει μόνο τη μορφή μιας επίθεσης στο Charlie Hebdo ή της αρπαγής των Yezidi. «Μια γυναίκα διασχίζει διαρκώς τα βλέφαρά μου. Αν μπορούσα, θα της έλεγα να φύγει, όμως μια γυναίκα διασχίζει διαρκώς το λαρύγγι μου…». Suo Brasileiro με τα λόγια ενός εξέχοντος τέκνου της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, του Eduardo Galeano από το τελευταίο βιβλίο του που ήταν αφιερωμένο στις γυναίκες.