Του Αλέξανδρου Σκούρα
Τις τελευταίες μέρες του 2018 πληροφορηθήκαμε για τη μήνυση κατά του γνωστού καλλιτέχνη Γιάννη Ζουγανέλη από τον κ. Παναγιώτη Δημητρά και το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ). Αφορμή για την εν λόγω μήνυση ήταν αποσπάσματα συνέντευξης του καλλιτέχνη στα οποία τοποθετήθηκε για το μεταναστευτικό.
Αντίστοιχες μηνύσεις έχουν κατατεθεί κατά της Σώτης Τριανταφύλλου και άλλων αρθρογράφων, πολιτικών, συγγραφέων και δημοσιογράφων. Η άποψη της στήλης για τις μηνύσεις αυτές αλλά και γενικότερα για τον αντιρατσιστικό νόμο έχουν καταγραφεί σε προηγούμενο άρθρο. Συνοπτικά, η όλη αυτή διαδικασία ενώ διακατέχεται από αγαθά κίνητρα, καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια στα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Για του λόγου το αληθές, ας εξετάσουμε τη συγκεκριμένη περίπτωση λίγο πιο προσεκτικά ως προς τις συνέπειες που μπορεί να έχει. Τα επίμαχα σημεία των δηλώσεων του κ. Ζουγανέλη είναι τα παρακάτω:
«Πρέπει κάποια στιγμή να λέμε την αλήθεια. Τσακώθηκα με μετανάστη γιατί όταν τους πήγαμε κάποια στιγμή για να φάνε, εγώ ήμουν αυτός που επιλέχθηκε για να μοιράζω σαλάτες και ένας μου την πετάει και μου λέει «χούμους». Ε, του την έφερα στο κεφάλι! Δεν καταλαβαίνω Χριστό»!
Ενώ λίγο νωρίτερα είχε δηλώσει ότι «Να πω μια αλήθεια, ο Έλληνας μετανάστης δεν έχει καμία σχέση με τους μετανάστες που βλέπουμε εδώ πέρα και φιλοξενούμε εμείς. Καμία σχέση! Να σε φιλοξενήσω αλλά να μου πατήσεις το κεφάλι μέσα στο σπίτι μου; Όχι, δεν το θέλω».
Μία πρώτη συνέπεια της στάσης του ΕΠΣΕ είναι ότι προτού συζητήσουμε το περιεχόμενο των δηλώσεων του κ. Ζουγανέλη, οφείλουμε να ασχοληθούμε με το πιο σοβαρό και επείγον ζήτημα της μήνυσης. Θέλουμε να ζούμε σε μία κοινωνία όπου τέτοιες δηλώσεις, αξιολογικής φύσης, δεν μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα στα μέσα ενημέρωσης; Σε μία κοινωνία όπου κάθε πρόταση μπορεί να εκληφθεί ως ρατσιστική ακόμα και αν δεν περιέχει ούτε μία ύβρη ή προσβολή;
Το ακόμα πιο σημαντικό ερώτημα είναι, βέβαια, το αν μπορούμε να εμπιστευτούμε στο κράτος τη δύναμη να λογοκρίνει και τιμωρεί όσους πολίτες εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους με κόσμιο τρόπο. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε δεδομένες ούτε προφανείς σε όλους.
Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι φιλελεύθεροι (όλων των ιδεολογιών) που ούτε εμπιστεύονται στο κράτος τέτοια ισχύ, ούτε και θεωρούν ότι το υπαρκτό πρόβλημα του ρατσισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί δια νόμου. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτή την πλευρά, δεν εκπλήσσονται όταν στη Γερμανία, που υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, το κίνημα των νεοναζί μεγαλώνει καθημερινά παρά τις απαγορεύσεις. Οι φιλελεύθεροι πάντοτε προτιμούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που φέρνει η πολύ ελευθερία παρά τα προβλήματα που προκύπτουν από την έλλειψή της.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος, αυτή του κ. Δημητρά και των υποστηρικτών του αντιρατσιστικού νόμου, θεωρεί ότι το πρόβλημα του ρατσισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της ποινικοποίησης του λόγου, της λογοκρισίας, και εν τέλει με την παραχώρηση στο κράτος του δικαιώματος να αποφασίζει ποιες λέξεις, προτάσεις, ή ακόμα και υπονοούμενα είναι εντός ή εκτός νόμου. Άθελά τους, υποστηρίζουν μία Οργουελιανή κατάσταση όπου οι κυβερνώντες, μέσω της νομοθεσίας, μπορούν να απαγορεύσουν οποιονδήποτε λόγο κρίνουν ότι βλάπτει το κοινωνικό σύνολο.
Φυσικά, οι περιπτώσεις που μία τέτοια εξουσία δεν καταστρατηγείται είναι ελάχιστες. Τα ιστορικά παραδείγματα που ξεκινούν την λογοκρισία από ένα σημείο και καταλήγουν στην απαγόρευση οποιασδήποτε δήλωσης πλήττει τα συμφέροντα των κυβερνώντων είναι πάρα πολλά και γνωστά.
Το σημαντικότερο όμως λάθος των αλλεπάλληλων και ιδιαίτερα τραβηγμένων μηνύσεων του ΕΠΣΕ έχει ακόμα δύο πτυχές. Η πρώτη, που υπονοήθηκε προηγουμένως, είναι ότι πλέον το θέμα της επικαιρότητας δεν ήταν οι δηλώσεις του κ. Ζουγανέλη αλλά η μήνυση του κ. Δημητρά.
Η συζήτηση για το κατά πόσο η συμπεριφορά του καλλιτέχνη και του “μετανάστη” ήταν επιθυμητή ή κατακριτέα, η ανάλυση του αν όντως οι σύγχρονες μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας έχουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από τη νέα γενιά Ελλήνων μεταναστών του brain drain, θα πρέπει να αναβληθεί. Αν πραγματικά μας ενδιαφέρει η καταπολέμηση του ρατσισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, σίγουρα η αναβολή ή αποφυγή της συζήτησης γύρω από αυτόν δεν πρέπει να είναι και πολύ θετική εξέλιξη.
Τέλος, η στάση του ΕΠΣΕ μπορεί να βοηθάει το ίδιο να είναι τακτικά στην επικαιρότητα όμως αργά η γρήγορα ο οργανισμός αυτός μπορεί να καταλήξει σε παρωδία του σκοπού του. Στον δικαστικό ακτιβισμό, το ποιοτικό κριτήριο δεν είναι ο αριθμός των μηνύσεων αλλά ο αριθμός των καταδικών. Ακόμα και αν αφήσουμε στην άκρη την όποια διαφωνία έχουμε για τον αντιρατσιστικό νόμο, μπορεί το ΕΠΣΕ να ισχυριστεί ότι είναι ικανοποιημένο από τα ποσοστά της επιτυχίας του;