Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δύο πράγματα μου συνέβησαν χθες και επιτρέψτε μου να σας τα αφηγηθώ.
Το ένα είναι ότι μία φίλη, ελαφρώς αγανακτισμένη με τις αναρτήσεις που κάνω για την πόλη όπου ζω —και που θα συνεχίσω να τις κάνω για να μπορούμε να συγκρίνουμε μία καθαρά τριτοκοσμική πλέον χώρα με την Ευρώπη, και για να ξέρουμε τι χάνουμε εμείς στην Ελλάδα, και πόσο μάς στοιχίζει αυτό (αισθητικά, ηθικά, πολιτικά, αλλά τέλος πάντων, μιας και αυτό μάς νοιάζει, κυρίως) οικονομικά—, αυτή η φίλη λοιπόν σχολίασε κάτω από την τελευταία μου σχετική ανάρτηση: «Όλα καλά τα κάνουνε πια εκεί!» Κοίταξα λίγο το σχόλιό της, που ήταν πράγματι εμφανώς ζοχαδιασμένο. Είναι όμως λογικό, κατέληξα, να αντιδρά έτσι παράλογα κανείς, όταν ζει από κοντά και επί χρόνια την ελληνική ποταπότητα: ντρέπεται και δεν σκέφτεται.
Γιατί, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, όταν ένας οργανισμός —μία πόλη, μία χώρα— κάνει «καλά» μία σειρά από βασικά πράγματα, θα τείνει να τα κάνει ΟΛΑ καλά.
Δεν μπορεί να λειτουργούν εύρυθμα τα μισά, και τα άλλα να πηγαίνουν κατά διαόλου. Είναι απλώς αδύνατον. Δεν μπορεί να υπακούν ευσυνείδητα οι πολίτες στους νόμους, καθώς έχουν καταλάβει πως τους συμφέρει να τους υπακούν, και κάποιος να αδειάζει το τασάκι του αμαξιού του —πες— στον δρόμο. Απλώς είναι ανθρωπίνως αδύνατον.
Δεν μπορεί σε μία πόλη που η Δημοτική της Αστυνομία εκτελεί ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ καθήκοντα σχολικού τροχονόμου και που ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ κυνηγάει όσους πιτσιρικάδες πάνε να βάψουν με σπρέι απομακρυσμένες γέφυρες, να έχει εγκληματικότητα. Δεν γίνεται! Γι' αυτό και δεν έχει καθόλου εγκληματικότητα εδώ που ζούμε. Γιατί η Δημοτική Αστυνομία εκτελεί ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ καθήκοντα σχολικού τροχονόμου και ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ κυνηγάει όσους πιτσιρικάδες κάνουν την αποκοτιά πάνε να βάψουν με σπρέι απομακρυσμένες γέφυρες.
Είναι τόσο απλό.
Για να γυρίσω στα στης σχολιάστριας: ναι, είναι σαν να λες, «Όλα καλά τα έχει πια αυτή η Φεράρι!» Ε ναι, όλα καλά θα τα έχει, διάολε — Φεράρι είναι, δεν είναι Λάντα.
Εξ ου και, ναι, είναι ή όλα, ή τίποτε. Ή θα τα κάνεις όλα καλά — ή δεν θα κάνεις τίποτε καλό: θα είσαι Λάντα, θα ζεις σε καθεστώς βορβορώδους, υπαρκτής αναρχίας. (Προσοχή: δεν χρησιμοποιώ τον όρο «αναρχία» με την περίφημη και σεβαστή ιστορική του έννοια, την πολιτική και οικονομική, που υπολήπτομαι πλήρως και τη θαυμάζω, αλλά με τη μικροαστική-εξαρχειώτικη-αθηναϊκή του έννοια, την τσιπροπολάκειο).
Πάρτε για αντίθετο παράδειγμα το φαινόμενο που παρατηρείται πλέον ευρέως σε όλους τους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (από όπου μάλλον ξεκίνησε — από την κεντρική οδό Μητροπόλεως, για την ακρίβεια, προ ολίγων ετών), όπως ευφυώς παρατηρούσε ένας καλός φίλος τις προάλλες: κατά τουλάχιστον ένα πλάτος αυτοκινήτου, αλλά μπορεί και κατά ΔΥΟ πλάτη, το δεξί ρεύμα έχει μετατραπεί σε παράνομο και απολύτως ανεξέλεγκτο μόνιμο πάρκινγκ, που κανείς ποτέ δεν θα κουνήσει το δαχτυλάκι του για να περιορίσει — όχι για να τιθασεύσει: για να περιορίσει.
Γιατί; Πάντως όχι γιατί είναι λίγες οι θέσεις πάρκινγκ. Αλλά γιατί, μπροστά στο καθεστώς θεσμικής απολέπισης υπό το οποίο ζει η χώρα, το να μετατρέπεις σε λωρίδα στάθμευσης ένα ρεύμα κίνησης οχημάτων είναι έως και χαριτωμένο: κάτι έλασσον. Είναι: «Σιγά, μωρέ, τώρα». Είναι, θα μου επιτρέψετε, ΘΕΜΙΤΟ.
Είναι θεμιτό και, ουσιαστικά, επιθυμητό: καλά κάνουν, δηλαδή. (Που λέει ο λόγος). Δεν γίνεται ο πρωθυπουργός σου να κλείνει, αίφνης, με κλούβες το κεντρικότερο σημείο της πρωτεύουσας για να προστατευτεί από την ξέχειλη αγάπη των υπηκόων του, κι εσύ να ψάχνεις για πάρκινγκ στα στενά. Όταν λούζεσαι τη χωριατιά, που μόνος εσύ προσκάλεσες στο σπίτι σου, θα γίνεις κομμάτι της. Αλλιώς θα ζεις με τρύπιο στομάχι.
Είναι τόσο απλό, ξαναλέω: όλα, ή τίποτε.
Όπως τίποτε, κυριολεκτικά, δεν έχει μια άλλη φίλη —κι αυτό είναι το δεύτερο από τα πράγματα που μου συνέβησαν χθες και θέλω να σας αφηγηθώ—, νεότατη, με υψηλή μόρφωση, καλά κατηρτισμένη, που ζει σε ένα διαμέρισμα μόνη με τον σκύλο της.
Εννοώ, δεν έχει τίποτε. Κυριολεκτικά. Ούτε χρήματα, ούτε φάρμακα, ούτε κανέναν.
Μου έγραψε για να μου το πει, ανάμεσα σε χίλιες συγγνώμες, γιατί κατάλαβε πως κινδυνεύει άμεσα να πεθάνει μόνη και αβοήθητη, και να πεθάνει και ο σκύλος της μαζί — ίσως μάλιστα (το πιστεύω αυτό), αν δεν τον είχε, να μη μου έγραφε.
Η κοπέλα αυτή πάσχει από νευρική ανορεξία και δεν μπορεί να εργαστεί. Επειδή δεν εργάζεται, δεν έχει πληρώσει το νερό. Και της το έκοψαν. Ήταν, μάλιστα, αυτό που ξεχείλισε το ποτήρι: η απουσία του νερού, και η εκ μέρους σου συνειδητοποίηση του γεγονότος, σε σπρώχνει σε μιαν άβυσσο τρομερή, μιαν άβυσσο που δεν έχει γυρισμό. Τρελαίνεσαι.
Τώρα, για να σου κόψει η ΕΥΔΑΠ το νερό, όπως έψαξα και έμαθα, πρέπει να χρωστάς 100 ευρώ αν είσαι ενοικιαστής, ή 500 ευρώ αν μένεις σε ιδιόκτητο σπίτι. Dura lex, sed lex, θα πείτε. Σωστά. Δεν πλήρωσε, και της το έκοψαν. Έτσι πάει. Και βέβαια, δεν έχει και χρήματα και για να αγοράσει εμφιαλωμένο νερό. Δεν έχει πια καθόλου λεφτά, τα τελευταία τα έδωσε για μια επείγουσα ανάλυση αίματος τις προάλλες.
Με δυο λόγια: αυτή η άρρωστη κοπέλα, διψούσε.
Νομίζω πως είναι καλό να το ξαναπώ: διψούσε. Δεν είχε νερό να πιει.
Μάλιστα, λόγω της κατάστασής της, έπεσε στο πάτωμα και δεν ξανασηκώθηκε παρά μόνο όταν δυο άλλες καλές φίλες έσπευσαν στο σπίτι της με την αστυνομία, αναστατωμένες και έντρομες όταν δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Εάν δεν γινόταν αυτό, δεν θα σηκωνόταν ποτέ από το πάτωμα. Οι ίδιες αυτές φίλες κινητοποιήθηκαν στον κύκλο τους για να συγκεντρώσουν χρήματα για το κομμένο νερό, για τρόφιμα, φάρμακα (η κοπέλα έχει ηπατική ανεπάρκεια) και ό,τι άλλο έκριναν απαραίτητο. Να 'ναι καλά όλες τους.
Δεν θα πω άλλα επ' αυτού — όποιος θέλει, μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου.
Θα πω μόνο το εξής, και θα κλείσω: κι αυτό (το να διψά δηλαδή ένας άνθρωπος σήμερα στην Αθήνα, το να πεθαίνει αβοήθητος στο σπίτι του κλπ. κλπ.) λογικό είναι. Πάει πακέτο με τα υπόλοιπα. Με την όλη θεσμική απολέπιση που λέγαμε και πριν. Πάει πακέτο με την κατάντια της χώρας. Πάει πακέτο με το Tetris του Τσίπρα. Με τους κοινοβουλευτικούς εκβιασμούς για τους οποίους διαβάζουμε. Πάει πακέτο με τις απειλές και τα «Θα σου δείξω εγώ». Πάει πακέτο, αν θέλετε, και με το τσιφτετέλι που χορεύει ο Πολάκης.
Θα μου πείτε, «Μα δεν χόρεψε τσιφτετέλι, ζεϊμπέκικο χόρεψε».
Όχι. Είμαι σίγουρος πως χορεύει και τσιφτετέλι. Είμαι σίγουρος πως χορεύει πολύ καλό τσιφτετέλι.