Του Βασίλη Φασούλα*
Η είδηση πέρασε σαν όλες τις άλλες. Τρία 15χρονα έγραφαν συνθήματα ειρωνείας και μίσους σε χήρα δολοφονηθέντος. Φυσικά η χήρα είναι ένα προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο όπως προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο υπήρξε και ο δολοφονηθείς. Ένα από τα παιδιά των «συνθημάτων» είναι γυιός πολιτικού στελέχους του κυβερνώντος κόμματος. Λίγες ημέρες πριν, «άγνωστοι», έβριζαν τον γυιό του δολοφονηθέντος για τον ίδιο τον δολοφονηθέντα πατέρα του και επίσης έγραψαν και συνθήματα, συνοδευόμενα από βία και καταστροφή στο προεκλογικό του κέντρο. Αφορμή υπήρξε η μη χορήγηση νέων αδειών στον δολοφόνο του τεθνεώτος, κατά δήλωσή του: «αντάρτη πόλεων».
Συνειδητά δεν γράφω ούτε ονόματα ούτε παρατάξεις. Η απλή απροσωπόληπτη στυγνή αναφορά πολλές φορές είναι και δικαιότερη και πραγματικά σκληρή. Μας δείχνει το μέγεθος της κατάντιας μας. Και αν η κατάντια έχει «ιδεολογική αφετηρία ή έναρξη», σίγουρα το αποτέλεσμά της είναι πάγκοινο. Και αυτό εν τέλει έχει σημασία.
Η κατάντια μας όσον αφορά τον μη σεβασμό σε νεκρούς στα «σύγχρονα χρόνια» ξεκίνησε σιγά σιγά και ανθρωποφαγικά για γελοίους λόγους και αφετηρίες, όπως σε κάθε κοινωνία που σταδιακά συναποφασίζει να αποδομηθεί. Θυμούμαι πιτσιρικάς στα γήπεδα τις πρώτες ύβρεις, οπαδικές, σε νεκρούς. Οι παλαιότεροι καταλαβαίνουν τι και πώς. Η ανταπάντηση: ύβρεις για … εθνική καταγωγή. Ένα παιγνίδι οχετού που εκπαιδευόμασταν, λίγο πριν την βία των πραγμάτων μας. Η μόνη διαφορά ήταν η απεύθυνση. Ένας όχλος που υπό την αγελαία θαλπωρή της ανώνυμης μάζας απευθύνετο σε επίσης άλλο όχλο επί νεκρών που καλά καλά δεν γνώριζε το όνομά τους. Ο στόχος ήταν η πρόκληση για την προκλητική ανταπάντηση που θα πυροδοτούσε την «θαυμάσια βία», όχι καθ' εαυτός ο προσωπικός χλευασμός και πόνος.
Μετά αρχίσαμε τους επιλεκτικούς θρήνους. Φυσικά η αριστερά παράδοση του αταβιστικού «καλού και κακού» έπαιξε προεξάρχοντα ρόλο στην κατηγοριοποίηση . Θρήνος για τον «ήρωα Φύσσα». Ακολούθησαν οι μη αριστεροί: θρήνος για τους εργαζομένους της Μαρφίν. Αμφότερες οι περιπτώσεις θύματα άλογης βίας με τραγικότερη ίσως την περίπτωση των εργαζομένων. Οι θρηνούντες κατά βάσιν επιλεκτικοί, οι μεν δεν θρηνούσαν τους νεκρούς των δε. Κάπου ανάμεσα και οι (αθώοι) νεκροί στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Αυτούς άπαντες οι «θρηνούντες», πλην χρυσαυγιτών φυσικά, τους αποσιωπούν ή, ακόμη ακόμη, τους ειρωνεύονται.
Σιγά σιγά η πολεμική λογική των επιλεκτικών οδυρμών σε θανάτους επαναφέρθηκε στην «ψυχροπολεμική» Ελληνική Κοινωνία της οποίας «η μακροχρόνια ειρήνη εκθηλύνει συνειδήσεις» κατά την, όχι πολιτικώς ορθή, πλήν εύστοχη έκφραση του ποιητή. Ο θάνατος δεν έχει πλέον την αυταξία του τέλους ενός ανθρώπου, όποιος και αν ήταν αυτός. Ο θάνατος είναι πλέον ένα εργαλειακό γεγονός στην συνέχεια της μισερής κοινωνικής μας ζωής. Συνεπώς γιατί να σεβόμαστε τον θάνατο αν δεν είναι «δικού μας»; Γιατί να σεβόμαστε όσους πενθούν ή ζουν με τον θάνατο «αντιπάλου» μας; Γιατί μάλιστα να μη τους βρίζουμε αν αντιτίθενται στα συμφέροντα των «δικών» μας, ακόμη και δολοφόνων του νεκρού τους;
Το συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο, η χήρα δολοφονηθέντος, ακούσασα την ηλικία των δραστών δεν υπέβαλε μήνυση. Το ίδιο θα έπρατταν οι περισσότεροι και είναι ανθρώπινο. Το θετέον δίκαιον ή lex ferenda ενός κράτους δικαίου ίσως όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να επιβάλλει αυστηρούς όρους και ποινές στους γονείς φορείς της γονικής μερίμνης και επιμελείας παιδιών με τέτοιες συμπεριφορές. Τα οποία ευρίσκονται σε μια ηλικία με συνειδητότητα κάποιων πράξεών τους σε κάθε περίπτωση. Και τα οποία κάποια στιγμή ίσως γεννήσουν τα δικά τους παιδιά. Φυσικά η ίδια η κοινωνία θα πρέπει να ομφαλοσκοπήσει γιατί γεννάει αυτές τις συμπεριφορές και γιατί σφυρίζει αδιάφορα όταν ένα μέρος της τις επικροτεί.
Εύχομαι αυτό το περιστατικό απλώς να είναι μία κακή ανάμνηση στην πορεία της ζωής τους. Αλλά σε μία κακή κοινωνία, η ευχή μου μάλλον έχει την σημειολογία μιας ευχής και όχι μιας μέλλουσας πραγματικότητος. Ο Θάνατος είναι μία ακόμη ευκαιρία χουλιγκανισμού. Ρωτήστε και μεγαλύτερους σε ηλικία που έβριζαν τον γυιό της χήρας και του δολοφονηθέντος.
*Ο κ. Βασίλης Φασούλας είναι δικηγόρος, Υπεύθυνος Οργανωτικού της Δημοκρατικής Ευθύνης