Του Σάκη Μουμτζή
Ο αποτρόπαιος ξυλοδαρμός του δημάρχου Θεσσαλονίκης ανέδειξε για μια ακόμα φορά το πρόβλημα της βίας που έχει εισβάλει με σταθερή συχνότητα στην πολιτική ζωή του τόπου και όχι μόνον. Μάλιστα, οι πρωταγωνιστές αυτών των βιαιοτήτων έχουν, τις περισσότερες φορές, δραστηριότητες σε διάφορους κοινωνικούς χώρους. Δηλαδή τα ίδια πρόσωπα δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια, στις συμπλοκές μεταξύ των φιλάθλων, στα πανεπιστήμια.
Η βία, δυστυχώς, έγινε μέσο επίλυσης των κάθε λογής διαφορών μεταξύ διαφόρων «συλλογικοτήτων» καθώς και με τα όργανα και του φορείς της εξουσίας.
Το φαινόμενο αυτό έλαβε διαστάσεις μετά το 2010, όταν κάποιοι το θεώρησαν ως αντίδοτο στην «βία των μνημονίων». Οι ηθικοί και οι φυσικοί αυτουργοί είναι γνωστοί και έχουν καταγραφεί. Δυστυχώς, ενώ η αντιμνημονιακή πολιτική έχει σαρωθεί από τα γεγονότα, η αντιμνημονιακή συνείδηση επιβιώνει και καθοδηγεί δράσεις και αντιδράσεις.
Συγχρόνως, συγκεκριμένες πολύχρωμες μειοψηφίες εθίστηκαν στην άσκηση της βίας, αναγορεύοντας την σε κυρίαρχη πρακτική τους. Υπάρχουν συγκεκριμένες περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στις οποίες όχι μόνον η παραμονή, αλλά και η διέλευση ακόμα είναι απαγορευτική για ορισμένους πολίτες.
Τα τελευταία τρία χρόνια αυτές οι μειοψηφίες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την ανοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ – απόρροια των ιδεολογικών αγκυλώσεων της – απέναντι τους.
Αυτό φάνηκε στην δήλωση του πρωθυπουργού με αφορμή την επίθεση κατά του Γ. Μπουτάρη. Ας σημειωθεί πως ο Α. Τσίπρας συγκυβερνά με τον άνθρωπο που προέτρεπε το πλήθος να λυντσάρει τον Πάχτα. Σε αυτήν την δήλωση, διαστέλλει την δράση των «αγανακτισμένων», που την θεωρεί θεμιτή, από την δράση των ακροδεξιών που την θεωρεί καταδικαστέα.
Η έννοια «αγανακτισμένος» κρύβει έναν υποκειμενισμό και έναν ηθικό αυτοπροσδιορισμό. Δηλώνω αγανακτισμένος για κάτι. Νομιμοποιούμαι να ασκήσω βία εναντίον αυτού που προκάλεσε την αγανάκτηση μου; Ποιος κρίνει ποια αγανάκτηση είναι θεμιτό να εκφρασθεί βιαίως και ποια όχι;
Με αυτήν την λογική και ο Γκοτζαμάνης δήλωνε «αγανακτισμένος». Συνεπώς, επανερχόμαστε στην γνωστή θεωρία της «επαναστατικής βίας», που είναι εξ΄ορισμού καλή και στην βία της «αντίδρασης» που οφείλουμε να την καταδικάσουμε.
Δηλαδή για την Αριστερά η βία δεν είναι καταδικαστέα σε αξιακό επίπεδο, αλλά ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής. Δεν αντιμετωπίζεται σε επίπεδο αρχής, αλλά σκοπιμότητας. Αυτό φάνηκε και στην επίμαχη δήλωση του πρωθυπουργού που ουσιαστικά «ξέπλυνε» την βία των «αγανακτισμένων», καθώς στις τάξεις τους πρωτοστατούσαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που αργότερα έγιναν υπουργοί.
Αν ήθελε ο Α. Τσίπρας να είναι στοιχειωδώς έντιμος απέναντι στους πολίτες και στους αντιπάλους του, θα έπρεπε να ζητήσει από όλους αυτούς μιαν ειλικρινή συγγνώμη. Να ζητήσει συγγνώμη από τον Κ. Παπούλια, τον Κ. Χατζηδάκη, τον Α. Λοβέρδο, τον Θ. Πάγκαλο και τα λοιπά στελέχη που προπηλακίστηκαν από τους ομοϊδεάτες του το 2011 και το 2012.
Ας γίνει κατανοητό απ΄όλους, πως η βία στην φιλελεύθερη δημοκρατία δεν έχει χρώμα και είναι ένα αποκρουστικό φαινόμενο. Η αντιμετώπιση της δεν μπορεί να γίνει με ευχολόγια ούτε να την αποδώσουμε και αυτήν στην έλλειψη παιδείας.
Η βία των μειοψηφιών αντιμετωπίζεται με την κρατική καταστολή και την Δικαιοσύνη. Ενα Κράτος που σέβεται τον εαυτό του ασκεί το αποκλειστικό προνόμιο άσκησης βίας για να προστατέψει την ασφάλεια των πολιτών. Σε αυτό το ζήτημα δεν συγχωρούνται ροζέ αναστολές και «ναι μεν, αλλά».
Οι δράστες εντοπίζονται, συλλαμβάνονται, καταδικάζονται. Ας το αντιληφθεί αυτό ο Κ. Μητσοτάκης. Η ασφάλεια του απλού πολίτη είναι το πρώτιστο καθήκον της διακυβέρνησης του.