Του Αλέξανδρου Σκούρα
Η συζήτηση των τελευταίων ημερών για το Airbnb ή παλαιότερα για την Uber επηρεάζει την κοινωνία μας πέρα από τα μέρη που θίγονται ή ωφελούνται από την κρατική παρέμβαση. Όταν η εκάστοτε κυβέρνηση αναλαμβάνει τον ρόλο του ρυθμιστή της οικονομικής δραστηριότητας, πέρα από τους νικητές και τους χαμένους της κάθε ρύθμισης, η κοινή γνώμη ανακαλύπτει εκ νέου τα όρια της ατομικής ελευθερίας.
Η περίπτωση του Airbnb είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Ιδιοκτήτες ακινήτων τα προσφέρουν βραχυπρόθεσμα σε ενοίκους που τα επιλέγουν μέσω πλατφόρμας που προσφέρει ασφάλεια και τις απαραίτητες εγγυήσεις ώστε να εμπιστευτεί το ένα μέρος το άλλο. Είναι γεγονός ότι το Airbnb συμβάλλει στα ακριβότερα ενοίκια. Είναι επίσης γεγονός ότι οι ορισμένοι ξενοδόχοι ίσως χάνουν πελατεία από αυτήν την καινοτόμα υπηρεσία. Το κρίσιμο ερώτημα που γεννιέται από αυτές τις δύο παραδοχές είναι το κατά πόσον αρκούν για να δικαιολογήσουν την κρατική παρέμβαση.
Οι λόγοι για τους οποίους μπορούν να αυξηθούν τα ενοίκια μιας περιοχής είναι άπειροι. Η δημιουργία του πανεπιστημίου Πελοποννήσου αύξησε τα ενοίκια στην Τρίπολη και την Κόρινθο. Η επένδυση στο Ελληνικό θα αυξήσει τα ενοίκια στις γύρω περιοχές. Αυτό συμβαίνει διότι οι τιμές των ενοικίων ρυθμίζονται κυρίως από την προσφορά και τη ζήτηση, τον βασικότερο οικονομικό κανόνα που πολύ συχνά ξεχνάει το κράτος. Το Airbnb λοιπόν, αυξάνει τις τιμές των ενοικίων διότι φέρνει μαζί του σημαντική ζήτηση, δηλαδή ανθρώπους από την Ελλάδα και το εξωτερικό που μέσω της εφαρμογής ενοικιάζουν βραχυπρόθεσμα κάποιο διαμέρισμα. Το γιατί τόσοι άνθρωποι ανά τον κόσμο επιλέγουν το Airbnb είναι ένα ερώτημα που αφορά κυρίως τους άμεσους και έμμεσους ανταγωνιστές της πλατφόρμας, δεν είναι ζητούμενο πολιτικής. Ισχύει όμως το ίδιο για τις αυξήσεις των ενοικίων;
Η φιλελεύθερη απάντηση στο ερώτημα είναι φυσικά ναι. Καμία δουλειά δεν έχει το κράτος στη ρύθμιση των τιμών των ενοικίων ή στον αριθμό των ενοίκων που έχει ένας ιδιοκτήτης στη διάρκεια ενός έτους, εφόσον φυσικά τηρείται η νομοθεσία. Η κρατικίστικη απάντηση είναι ότι το κράτος πρέπει να παρέμβει και να ρυθμίσει την αγορά για να προστατέψει (δήθεν) τους φτωχούς κατοίκους της περιοχής της οποίας τα ενοίκια αυξήθηκαν λόγω αυξημένης ζήτησης.
Οι επιλογές που έχει το κράτος στη διάθεσή του είναι οι εξής:
α) Θα απαγορεύσει εξολοκλήρου το Airbnb, όπως έγινε με το UberX πριν λίγα χρόνια.
Εδώ κερδισμένοι θα βγουν οι ξενοδόχοι και οι ένοικοι στις περιοχές που το Airbnb έχει μεγάλη ζήτηση. Χαμένοι θα βγουν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρηματίες που εξυπηρετούσαν όλους αυτούς τους τουρίστες, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι Δήμοι (λόγω μειωμένων δημοτικών τελών) και το κράτος (λιγότερα φορολογικά έσοδα).
β) Θα περιορίσει τον αριθμό των ακινήτων ή τους μήνες λειτουργίας τους:
Στην περίπτωση αυτή θα συμβούν λίγο πολύ τα ίδια με την προηγούμενη περίπτωση αλλά σε μικρότερο βαθμό.
γ) Θα αφήσει το Airbnb να λειτουργήσει και την αγορά να προσαρμοστεί:
Στην περίπτωση αυτή η αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης θα πάρει τον δρόμο της, με τα αναμενόμενα σκαμπανεβάσματα. Αν η ζήτηση παγιωθεί, ολοένα και περισσότεροι επενδυτές θα ρίξουν τα λεφτά τους στη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων υπηρεσιών. Οι ξενοδόχοι μαζί με τους ενοικιαστές του Airbnb θα ανταγωνίζονται για το ποιος θα προσφέρει το καλύτερο value for money. Κάποιοι θα χάσουν και κάποιοι θα κερδίσουν, όμως νικητές θα είναι σίγουρα οι πελάτες τους. Αν η ζήτηση συνεχίσει να μεγαλώνει, θα χτιστούν νέα ακίνητα τόσο για να καλύψουν τις αφίξεις τουριστών, όσο και για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες εκείνων που διαθέτουν λιγότερα χρήματα για ενοίκια. Αντίστοιχα, οι ξενοδόχοι θα προσαρμοστούν κι αυτοί με καλύτερες προσφορές και υπηρεσίες προς τους πελάτες τους.
Προσωπικά ούτε μετοχές, ούτε ακίνητα στην Airbnb έχω, ούτε έχω λάβει ποτέ μου χρήματα ή χάρες από την εταιρία αυτή. Όμως, η συζήτηση για το μέλλον της πλατφόρμας είναι το πρώτο σημαντικό δείγμα γραφής για το πως βλέπει η κυβέρνηση τον ρόλο του κράτους στην οικονομία.