Του Αλέξανδρου Σκούρα
Οι πετυχημένοι πολιτικοί αρκετά συχνά μοιάζουν σαν να βρίσκονται μπροστά από την εποχή τους ενώ άλλοι πετυχαίνουν πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα της εκάστοτε εποχής. Δείτε για παράδειγμα τον Αλέξη Τσίπρα. Στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας, και ενώ ο κομμουνισμός κατέρρεε σε όλο τον κόσμο, ο πρωθυπουργός γραφόταν στην ΚΝΕ πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα. Αντίθετα, ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε έγκαιρα την απήχηση που θα είχε η ρητορική των αντι-μνημονίων και διεξήγαγε μία από τις πιο λαϊκιστικές καμπάνιες της σύγχρονης ιστορίας μας προκειμένου να εκτινάξει το κόμμα του από το 3% στην διακυβέρνηση της χώρας λίγο μετά.
Σήμερα, η εποχή μας απαιτεί - σύμφωνα με τη χθεσινή έρευνα της Pulse που δημοσιεύτηκε στο ΣΚΑΙ - μείωση της φορολογίας. Το ποσοστό των Ελλήνων που προτάσσει αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό αίτημα φτάνει το 88%, καθιστώντας την ανάγκη για περισσότερη οικονομική ελευθερία ως το κυρίαρχο ζήτημα των βουλευτικών εκλογών. Η εικόνα αυτή, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι βούτυρο στο ψωμί για ένα κόμμα με οικονομικά φιλελεύθερο πρόγραμμα - πράγμα που σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να ασπάζεται η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όμως η ιστορία έχει δείξει ότι τα κόμματα που συμπλέουν με τα κυρίαρχα αισθήματα των πολιτών συχνά πάσχουν από εφησυχασμό.
Στην παρούσα συνθήκη η Νέα Δημοκρατία, που κατά τα φαινόμενα θα ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης, έχει μπροστά της μία μοναδικής τάξης ευκαιρία να δεσμεύσει τα στελέχη της και να προετοιμάσει τους πολίτες για μία γνήσια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση με βασικό πυλώνα τη μείωση της φορολογίας. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει αφενός τα στελέχη και οι εκπρόσωποι του κόμματος να αντιληφθούν τη σημασία της μείωσης της φορολογίας (που στην προκειμένη περίπτωση φέρει και πολιτικά οφέλη) και αφετέρου να μην φοβηθούν να ονομάσουν τους τρόπους με τους οποίους θα γίνει εφικτός ο περιορισμός του βάρους του κράτους στην οικονομία.
Με την κατάλληλη προετοιμασία, η Νέα Δημοκρατία και τα υπόλοιπα μεταρρυθμιστικά κόμματα, μπορούν να εξασφαλίσουν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου επαρκές πολιτικό κεφάλαιο ώστε όταν βρεθούν στα ηνία του κράτους να είναι σε θέση να εφαρμόσουν τις πολλές μεταρρυθμίσεις που η χώρα και η οικονομία μας απαιτούν. Επιπλέον, όλα τα κόμματα που ενδεχομένως να συνεργαστούν ή να συγκυβερνήσουν μετεκλογικά, πρέπει να συνεννοηθούν από τώρα προκειμένου οι πρώτοι μήνες της μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχής να χαρακτηριστούν από μεταρρυθμιστικό οίστρο ώστε οι επώδυνες μεταρρυθμίσεις να γίνουν πράξη μέσα στο πρώτο και καθοριστικό εξάμηνο.
Όσα αναφέρω παραπάνω συνήθως είναι τα τυπικά ευχολόγια που κάθε φιλελεύθερος πολίτης σκέφτεται όταν φαντάζεται ένα ιδανικό σενάριο. Όμως, η καθολική αποδοχή και ανάδειξη της υπερφορολόγησης σε κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα από πλευράς ψηφοφόρων, καθιστά τις παραπάνω σκέψεις πολύ πιο ρεαλιστικές από κάθε άλλη φορά. Βλέπετε, το κύριο εμπόδιο στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις είναι οι αντιδράσεις των οργανωμένων συμφερόντων που ξεβολεύονται όταν τους αφαιρούνται τα ειδικά προνόμια. Οι αντιδράσεις αυτές έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος και για τον λόγο αυτό οι πολιτικοί τις αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Η τωρινή στάση του εκλογικού σώματος κατά της υπερφορολόγησης δίνει το απαραίτητο πολιτικό έναυσμα στην πολιτική τάξη να δράσει δίνοντας μικρότερη βαρύτητα στις αντιδράσεις αυτές. Θα έλεγε κανείς ότι η τρέχουσα πολιτική συγκυρία παρουσιάζει μία σπάνια ιδιαιτερότητα. Οι πολίτες, εξαντλημένοι και θυμωμένοι από μία δεκαετία ληστρικής φορολόγησης, είναι έτοιμοι να δεχθούν μεταρρυθμίσεις που θα “θυσιάσουν” τα ειδικά συμφέροντα ώστε να μειωθεί το αποτύπωμα του κράτους στην οικονομία.
Αυτή η σπάνια συγκυρία έρχεται σε μία περίοδο που η αξιωματική αντιπολίτευση κάνει μεγάλο άνοιγμα προς το φιλελεύθερο, μεταρρυθμιστικό χώρο με την ένταξη του Τάσου Αβραντίνη και του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη στα ψηφοδέλτιά της. Το μόνο που μένει να δούμε είναι αν αυτή η ιστορική παράταξη θα φανεί αντάξια της σπάνιας ευκαιρίας που της παρουσιάζεται.