Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Με τη μεγάλη και ακούραστη συναισθηματική λίμα του ο χρόνος περνά τον καιρό του αμβλύνοντας και τιθασεύοντας την άγρια και θανάσιμη ομορφιά των αγκαθιών της ζωής, και ο πάντα αφελής εαυτός μας γυρίζοντας το βλέμμα του στο παρελθόν επιλέγει να βλέπει μια διάσταση συνήθως καρτποσταλική, αποκαθαρμένη από εντάσεις και άσχημες μυρωδιές, φαυλότητα και ραδιουργία, πόνο και στερήσεις, πολέμους, ίντριγκες, φτώχεια, σκουπίδια, κοπετό, λάσπη, αρρώστια και βάρβαρες μάχες εκ του συστάδην.
Το παρελθόν φαντάζει πάντα καλύτερο, πάντα πιο φωτεινό, πάντα με πιο ζουμερά ροδάκινα και πιο νόστιμες ντομάτες, με πιο γήινες και «πραγματικές» γεύσεις, με πιο στενές και ειλικρινείς σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τις οικογένειες και τις κοινωνίες, και συχνά ακόμη με μεγαλύτερη λαμπρότητα από το σήμερα, ακόμη και όταν υπήρξε καταφανώς φτωχότερο και μίζερο, σκοτεινό και βάρβαρο, περίκλειστο και ακοινώνητο, ακόμη και όταν ήταν ένας ατέλειωτος πόλεμος για μια σχεδόν φυτική επιβίωση.
Πάντα κάνουμε λάθος. Δεν υπήρξε ποτέ ούτε μία στιγμή που οποιοδήποτε χθες να υπερείχε σε κάτι, οσοδήποτε μικρό ή μεγαλύτερο, από το σήμερα. Ούτε μπορεί να υπάρξει.
Η ανθρωπότητα προχωρά πάντα ανοδικά και πηγαίνει διαρκώς προς το καλύτερο, για το σύνολο των κοινωνιών και σε όλους τους τομείς: δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά — παρά τις ενστάσεις που ακούγονται κάπου στο βάθος για τη «μόλυνση του περιβάλλοντος», την πιο συνηθισμένη δριμεία κατηγορία κατά της προόδου, λες και υπήρξε ποτέ εποχή στην ιστορία του πλανήτη που να ζούσαν, ή να μπορούσαν να ζήσουν, τόσο πολλοί επάνω του σε τόσο πολλές ρυμοτομημένες πόλεις, ή λες και θα επέλεγε ποτέ κάποιος, ο οποιοσδήποτε, να επιστρέψει σε μια οποιαδήποτε ψευδοεδεμική προτεραία κατάσταση, ακόμη και αν σήμερα ζει σε φαβέλα. Ο άνθρωπος πάντα θα καθαρίζει εντέλει όλα τα μολυσμένα Βικτωριανά του Λονδίνα από τον καπνό και τη σήψη, και πάντα μα πάντα θα τείνει προς κάτι φαντασμαγορικά καλύτερο για όλους.
Η πρόοδος είναι το πεπρωμένο μας. Και κανείς μας δεν θα προέτασσε την επιθυμία του για ένα καθαρό Λονδίνο του 19ου αιώνα εάν επρόκειτο σε αντάλλαγμα να χαθεί ο Ντίκενς.
Το σήμερα (η μόνη πραγματικότητα) είναι βέβαια πόνος και προσπάθεια, είναι η σκηνή όπου πρωταγωνιστούμε εμείς, και είναι λογικό —υπό μία έννοιαQ αυτή της ανθρώπινης αφέλειας— να βλέπουμε ποικίλες όψεις του παρελθόντος σαν κάτι «καλύτερο». Κοιτάζουμε προς τα πίσω με τον ίδιο τρόπο που ονειρευόμαστε ή ανατρέχουμε στη λογοτεχνία. Χάρη στη Σιλωάμ του χρόνου, βλέπουμε την ταινία τρόμου που υπήρξε η ζωή των άλλων, των παλαιοτέρων, με ευαρέσκεια: γιατί δεν είμαστε και εμείς εκεί, γιατί δεν κινδυνεύουμε μαζί τους. Πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που μας κάνει να αγαπάμε τις ταινίες και τα βιβλία αγωνίας και τρόμου — δεν παθαίνουμε τίποτε βλέποντάς τες και διαβάζοντάς τα: ό,τι κακό συμβαίνει εκεί, αφορά κάποιους άλλους, αφορά fiction χαρακτήρες. Έτσι και με το παρελθόν: έχει γίνει πια μυθοπλασία.
Αλλά γιατί τα λέω αυτά. Λοιπόν, φταίει ο Τραμπ. Όπως όλοι μας, έβλεπα κι εγώ προχθές αυτό το μοχθηρό καρκίνωμα να περιπαίζει με την εγγενή βλαχιά του την Ελισάβετ, τον μακραίωνο θεσμό της αγγλικής μοναρχίας, το Νησί και τους πολίτες του, συνεκδοχικά δε την ίδια την Ευρώπη — και είδα, με τη βοήθεια των ξένων δημοσιογράφων ή απλών χρηστών του διαδικτύου, αντίστοιχες φωτογραφίες από επίσημες επισκέψεις στη Βασίλισσα κανονικών Αμερικανών Προέδρων ή άλλων επικεφαλής κρατών. Οπότε, οι συγκρίσεις με το παρελθόν ήταν αναπόφευκτες.
Όπως αναπόφευκτη ήταν και η εισροή στον νου μου μερικών άλλων ονομάτων: Μπαράκ Ομπάμα, Μπιλ Κλίντον, Ρόναλντ Ρίγκαν, Τζίμι Κάρτερ — Μάργκαρετ Θάτσερ, Ζακ Ντελόρ, Φρανσουά Μιτεράν, Χέλμουτ Κολ… για να απαριθμήσουμε μόνο λίγους σοβαρούς ηγέτες, στον αντίποδα του τραμπισμού, και χωρίς να χρειαστεί να πάμε πολύ πίσω. Και η προφανής ερώτηση όλων μας εδώ είναι: Πού διάολο πήγαν όλοι αυτοί; Γιατί χάθηκαν; Γιατί, με μια-δυο εξαιρέσεις (τη Μέρκελ, αίφνης — μακάρι και τον Μακρόν, αν και είναι τόσο νωρίς ακόμη για να δείξει το ανάστημά του), γιατί, λέω, δεν έχουμε, ή δεν θέλουμε πια, πολιτικούς τέτοιου διαμετρήματος; Για ποιο λόγο, από την Αμερική μέχρι τον ευρωπαϊκό Νότο, επιλέγουμε από το πατοβάρελο και από τον κατιμά; Πού χάθηκε το όραμα της προόδου;
Και, για να πάμε και στα δικά μας: Καραμανλής, Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Σημίτης… Ας μου πει κάποιος, πώς τα καταφέραμε και βρεθήκαμε με τον τραμπικά άξεστο Τσίπρα στο τιμόνι της χώρας, που, αν τυχόν τον καλούσε η Ελισάβετ στο παλάτι, ο Μίστερ Μπιν θα έσκιζε τα πτυχία του κι όλοι εμείς θα κάναμε χαρακίρι από την ντροπή; Πόσο οπισθοδρομικά συντηρητικοί έχουμε καταντήσει; Γιατί ακριβώς αυτή η μεσαιωνική επαναστροφή μας, και μάλιστα όχι με έναν τρελό μονάρχη αλλά με τον γελωτοποιό του;
Και, τέλος πάντων, τι ψηφίζετε; What's wrong with you, people?
(Οκέι, όχι εσείς: οι άλλοι. Πάντα οι άλλοι φταίνε, άλλωστε).
Εν πάση περιπτώσει, η Ιστορία, με επιμονή λεπιδοπτερολόγου, μας διδάσκει ότι έχουμε πάντα τη δυνατότητα να βρούμε τα βήματά μας, να καθαρίσουμε τη μόλυνση και να προχωρήσουμε μπροστά. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει άλλη επιλογή: είναι νόμος.
ΥΓ. Προς επίρρωσιν των λεγομένων μου για το αναπόφευκτο της προόδου, προτείνω τη μελέτη ενός (από τα πάρα πολλά) βιβλίου: Johan Norberg, «Πρόοδος: Δέκα λόγοι να ανυπομονούμε για το μέλλον» (μετάφραση Γιάννης Βογιατζής, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2017), καθώς τα επίσημα στοιχεία και η εις βάθος ανάλυση είναι πάντα πιο σταθερή βάση για να στηρίζει κανείς τις απόψεις του. Και ασφαλώς καλύτερη από το «συναίσθημα» και το «ένστικτο», που πάντα μα πάντα μπουρδολογούν πίσω από την πλάτη μας.