Είναι τα κορονοπάρτυ η πιο επικίνδυνη βαλβίδα εκτόνωσης που εφηύρε ποτέ η ανθρωπότητα; Προσπαθώ να σκεφθώ κάποια άλλη, αλλά αδυνατώ.
Προφανώς προκύπτει το ερώτημα, ποιοι λόγοι οδηγούν τους συμμετέχοντες σε μία τόσο απερίσκεπτη, αντικοινωνική, και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά;
Ή, πιο ορθά, ποιοι από τους πολλούς πιθανούς λόγους, ισχύουν πράγματι; Ζήτησα λοιπόν από τους φοιτητές μου που ζουν στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, και άλλες πόλεις που φιλοξενούν αυτά τα ιδιάζοντα πάρτυ του θανάτου, να συζητήσουμε όσα γνωρίζουν περί του θέματος από φίλους και γνωστούς που έχουν συμμετάσχει σε αυτά (κανένας φοιτητής ή φοιτήτριά μου δεν είχε προσωπική συμμετοχή).
Τι προέκυψε λοιπόν από την συζήτηση; Ότι ενώ υπάρχουν πράγματι «ιδεολογικοί» λόγοι που κινητοποιούν κάποιους ανθρώπους (αρνητές της πανδημίας, εχθροί της πειθάρχησης) να συμμετάσχουν στα πάρτυ αυτά ως εκδήλωση αντίδρασης, οι περισσότεροι συμμετέχοντες δήλωναν την επόμενη ημέρα: «απλώς πέρασα για λίγο», «κρατούσα αποστάσεις», «ήμουν προσεκτικός», «ήταν η παρέα εκεί», «να ξεσκάσουμε λιγάκι», «είναι ανοικτοσιά και δεν κολλάει», «και να κολλήσω θα γίνω καλά σύντομα».
Με άλλα λόγια, για να παραφράσω τον Morrissey των Smiths, ήταν άτομα που ήθελαν απλώς να «βγουν έξω, εκεί που υπάρχει μουσική και άνθρωποι, και είναι νέοι και ζωντανοί».
Αυτός ο ιδεότυπος, προέκυψε από την συζήτηση, ότι αποτελεί τον κύριο συμμετέχοντα τα κορονοπάρτυ∙ ο «ελαφρύς» τύπος (ενδημεί σε κάθε κοινωνική τάξη και σε κάθε συνοικία και προάστιο) που δεν το σκέφτεται και πολύ, που δεν φαντάζεται τον εαυτό του ως πιθανό θύμα του βλοσυρού θεριστή.
Όμως, επίσης προέκυψε, ότι γύρω από αυτό το έκδηλο κομμάτι της παράστασης συναρθρώνονται μία σειρά από υποστηρικτικές πλαισιώσεις κινημάτων αρνητών και αντιδρώντων χωρίς κομματικό πρόσημο∙ αυτοφυών κινημάτων που ενεργοποιούνται στο διαδίκτυο (με πρωτεργάτες αντι-εμβολιαστές γονείς!) υποστηρίζοντας τέτοιες εκδηλώσεις ως «απελευθερωτικές».
Σε αυτό το σύμπλεγμα εύκολα χωρά η προσθήκη και κάποιων νυχτερινών κύκλων που επιθυμούν μια αρπαχτή, ή κάποιων dj που επιθυμούν τη δημοσιότητα. Ιδού λοιπόν ένα πλήρες «σύστημα» κορονοπάρτυ.
Πώς θα μπορούσε να αντιδράσει η οργανωμένη πολιτεία σε κάτι τέτοιο προληπτικά;
Ένας τρόπος είναι η απονομιμοποίησή της – η πρόκληση τύψης και ντροπής. Και ο τρόπος πρόκλησης τέτοιων συναισθημάτων είναι η συνεχής και επιθετική προβολή τηλεοπτικών μηνυμάτων σχετικά με τον κορονοϊό: τι είναι, πώς μεταδίδεται, τι συμπτώματα προκαλεί, πώς σκοτώνει το θύμα του, και πώς προφυλάσσουμε τον εαυτό μας και τους ανθρώπους γύρω μας.
Με σποτάκια παραστατικά, φρικτά αν είναι ανάγκη, και σίγουρα όχι τύπου «α! εγώ θα μείνω μέσα». Δυστυχώς τέτοια τηλεοπτικά μηνύματα δεν υπήρξαν στην ελληνική τηλεόραση.
Η απουσία τους, σε συνδυασμό με αυτό που πράγματι υπάρχει, δηλαδή μία ποικιλία από δημόσιους λόγους που ανακυκλώνονται στα ΜΜΕ και ΜΚΔ όπου εύκολα παρεισφρέουν αμφιβολίες, αμφισβητήσεις, και αρνήσεις, δημιουργεί ένα υπόστρωμα που επιτρέπει τον ελαφρύ ιδεότυπο, τον χαβαλέ, να βγει στην πλατεία για να ξεδώσει.
Μία τέτοια πολιτική προβολής τηλεοπτικών μηνυμάτων θα ήταν αρκετή για να αναιρέσει τα κορονοπάρτυ;
Μάλλον όχι. Δεν θα ανέστελλε το κύμα των αρνητών, ούτε τα κυκλώματα της αρπαχτής. Όμως σίγουρα θα είχε περιορίσει τον αριθμό των ελαφρόμυαλων αφήνοντας μόνους όλους όσους θα συμμετείχαν για ιδεολογικούς λόγους. Περιορίζοντας έτσι και την πιθανότητα να φέρουμε στο νου το ρεφραίν του ίδιου τραγουδιού «…ω τι υπέροχος τρόπος να πεθάνει κανείς».
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής της Συγκριτικής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale.