Της Μαρίας Χούκλη
Το έργο του Καρλ Μαρξ με τον σχεδόν ποιητικό τίτλο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»* θεωρείται από τα κλασσικά της μαρξιστικής βιβλιοθήκης, μία από τις βίβλους της μαρξιστικής σκέψης και πηγή διάσημης φράσης που έκτοτε κάνει καριέρα μόνη της.
Το έργο αρχίζει με τη ρήση: «Ο Χέγκελ λέει κάπου ότι όλα τα γεγονότα και οι προσωπικότητες της ιστορίας επανεμφανίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα».
Ελάχιστες φράσεις στην παγκόσμια βιβλιογραφία έχουν επαναληφθεί, επικροτηθεί, αμφισβητηθεί τόσες φορές όσο η προαναφερθείσα. Έγινε κλισέ στην πολιτική και δημοσιογραφική διάλεκτο, αλλά τι να κάνουμε, αφού αποδεικνύεται κάθε λίγο και λιγάκι πόσο ευφυής ήταν η απόφανση με την οποία ο Μαρξ συμπλήρωσε την παρατήρηση του Χέγκελ.
Είμαστε, πιθανότατα, ενώπιον μιας τέτοιας στιγμής. Να επαναληφθεί η περσινή τραγωδία της μακράς διαπραγμάτευσης με τους δανειστές που κατέληξε.
Και ο πλέον καλόπιστος αναρωτιέται για το momentum της δημοσιοποίησης όσων είπαν τα δύο στελέχη του ΔΝΤ αναφορικά με την Ελλάδα, τον ρόλο της Μέρκελ και την εκκρεμούσα αξιολόγηση, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τους. Είθισται στα αστυνομικά μυθιστορήματα οι ντετέκτιβ να προσπαθούν να βρουν τον δολοφόνο, θέτοντας το ερώτημα «ποιος κερδίζει από το έγκλημα;». Δεν χρειάζεται να κουράσουμε τα μικρά φαιά κύτταρα του εγκεφάλου μας, όπως θα έλεγε ο Ηρακλής Πουαρό, αναζητώντας ποιος θα αποκόμιζε οφέλη στην περίπτωση της συγκεκριμένης διαρροής, τη συγκεκριμένη στιγμή. Η γράφουσα θα απαντούσε «και η Αθήνα και το ΔΝΤ».
Η μία πλευρά βδελύσσεται την άλλη, σαν σύζυγοι σε γάμο από συνοικέσιο που ήταν εξ αρχής καταδικασμένο να αποτύχει. Το ευρωπαϊκό σόι τους υποχρέωσε να παντρευτούν με την πονηρή σκέψη ότι η προίκα της πτωχής Ελλάδας θα τους κόστιζε λιγότερο και με τον καιρό –πού ξέρεις– μπορεί η χρεοκοπημένη κόρη να αγαπούσε τον σώγαμπρο στο ευρωπαϊκό σπιτικό. Τη συνέχεια την γνωρίζουμε: από την αρχή η σχέση μπήκε σε λανθασμένες βάσεις, γεγονός το οποίο αναγνώρισε πολύ αργότερα το ΔΝΤ. Ο νέος έδειξε διάθεση να φύγει, αλλά ουδείς από τους Ευρωπαίους συγγενείς και κυρίως ο Γερμανός θείος επέτρεπε το διαζύγιο, για τον απλούστατο λόγο ότι θα φορτώνονταν εκείνοι τη διατροφή. Αλλά και η Ελλάδα, κακο-μαθημένη τόσα χρόνια αλλιώς, ζορίστηκε πολύ σε αυτόν τον γάμο και δεν θα είχε αντίρρηση να τον διαλύσουν. Και οι δύο χρειάζονται προσχήματα για να συγκατανεύσει το σόι.
Εκεί βρισκόμαστε, μόνο που οι πρωταγωνιστές του δράματος δεν θα υποστούν τα ίδια επίχειρα. Η πτωχευμένη κόρη εξακολουθεί να έχει ανάγκη την καλοσύνη των ξένων για να ζήσει και να ξεχρεώσει την προ εξαετίας προίκα. Χρειάζεται λοιπόν να σταθμίσει τι την συμφέρει περισσότερο: Να πάρει διαζύγιο από τον κυνικό και αυστηρό σύζυγο, εγκαταλείποντας όμως την ιδέα για ρύθμιση των χρεών της και όπου βγει ή να υπομείνει τις πρόσθετες θυσίες που της ζητεί το ΔΝΤ, ελπίζοντας ότι ανασαίνοντας οικονομικά θα κερδίσει χρόνο για να οργανώσει αργότερα και καλύτερα το σπάσιμο των επαχθών δεσμών. Άλλωστε προβλέπει και στο νέο πονηρό υπολογισμό των ευρω-συγγενών, να φροντίζει μερικές χιλιάδες αλλόθρησκους ξένους, οι οποίοι πολιορκούν την ευρωπαϊκή αυλή.
Αν υπολογίσουμε πού θα μας βγάλει ένας νέος «ανένδοτος», η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν τραγωδία. Αν δούμε την προσπάθεια να εκβιαστούν οι εξελίξεις ως πολιτικό θρίλερ, τότε έχει δίκιο ο Μαρξ.
Germinal, Floreal και Prairial είχε μόνο η Άνοιξη 2015. Η φετινή είναι, προς το παρόν, Brumaire.
*«Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ