Όποιος έχει παρακολουθήσει την πορεία των περισσότερων λαϊκιστών ηγετών, μπορεί να διακρίνει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τη χώρα ή την εποχή της δράσης τους. Για παράδειγμα, οι λαϊκιστές βλέπουν πάντοτε τον κόσμο μέσα από απλοϊκά, αφελή διλήμματα: λαός εναντίον ελίτ, φτωχοί εναντίον πλουσίων, ντόπιοι εναντίον ξένων. Υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις για το ζήτημα, όμως σήμερα θα εξετάσουμε τους πιο πρακτικούς λόγους που καθιστούν το λαϊκισμό εφικτό και δημοφιλή.
Όταν θήτευσα, πριν μία δεκαετία, στο αμερικανικό Ινστιτούτο Ηγεσίας, παρακολούθησα ένα πολύ ενδιαφέρον μάθημα πολιτικής επικοινωνίας. Η πρώτη συμβουλή που μας έδωσε ο εισηγητής είναι ότι η γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιεί ένας υποψήφιος, ακόμα και για το αξίωμα του προέδρου, πρέπει να είναι υπερβολικά απλή, επιπέδου πέμπτης δημοτικού. Η συμβουλή αυτή φυσικά υποστηριζόταν από πολλές γλωσσολογικές μελέτες και τη συσσωρευμένη εμπειρία δεκαετιών ορισμένων από τους κορυφαίους «εκλογομάγειρες» των ΗΠΑ. Στον πυρήνα της όμως αυτή η συλλογιστική είναι εξαιρετικά εύληπτη. Ο υποψήφιος που χρησιμοποιεί απλή γλώσσα γίνεται αντιληπτός από περισσότερους ψηφοφόρους. Αν τη χρησιμοποιεί σωστά και επικοινωνεί τα κατάλληλα μηνύματα, έχει κατά συνέπεια μεγαλύτερη πιθανότητα να πείσει και περισσότερους ψηφοφόρους να τον ψηφίσουν.
Η απλή γλώσσα έχει πλεονέκτημα στην πολιτική. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με το αντικείμενο. Για αυτό άλλωστε και οι πολίτες στις συγκεντρώσεις δε ζητωκραυγάζουν απομνημονευμένα αποσπάσματα των ιδεολογικών διακηρύξεων των κομμάτων αλλά εύηχα, απλά και κατανοητά συνθήματα. Στο πεδίο αυτό, της απλής γλώσσας, έχουν μεγάλο πλεονέκτημα και οι απλές ιδέες, όπως τα λαϊκιστικά διλήμματα που αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο.
Παράλληλα με αυτό το «συστημικό» πλεονέκτημα των λαϊκιστών, υπάρχει και ένα συγκυριακό. Τα μηνύματα που παρουσιάζουν μία διχαστική, μανιχαϊστική προσέγγιση των πραγμάτων για να γιγαντώσουν τον αντίκτυπό τους χρειάζονται και «εξωτερική» βοήθεια. Όταν μία κοινωνία βρίσκεται σε περίοδο ευημερίας, χαμηλής ανεργίας, και οικονομικής ανάπτυξης, οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να πειστούν να αλλάξουν το status quo. Έχουν περισσότερα να χάσουν. Όταν όμως επέλθει κρίση, τότε οι ισορροπίες αλλάζουν. Τα λαϊκιστικά διλήμματα προσφέρουν μια εναλλακτική, ο διαχωρισμός σε καλούς και κακούς βοηθά τους πολίτες να αποκτήσουν μία (εσφαλμένη) αίσθηση αντίληψης του περίπλοκου κόσμου που τους περιβάλλει, οι λαϊκιστές προσφέρουν ελπίδα μιας και εμφανίζονται ως σωτήρες που θα απαλλάξουν τη χώρα τους από τα προβλήματα.
Αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα είναι και αυτό που δίνει στους λαϊκιστές να πετυχαίνουν εκλογικές νίκες ή επιτυχίες με πολύ λιγότερα χρήματα από τους «συστημικούς» αντιπάλους τους. Ο Τραμπ, για παράδειγμα, ξόδεψε τα μισά χρήματα από τη Χίλαρι με τα γνωστά αποτελέσματα ενώ ακόμα και στην πρόσφατη μάχη μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν, ο Τραμπ πλησίασε τη νίκη ξοδεύοντας αρκετά λιγότερα χρήματα. Και στην Ελλάδα όμως, σύμφωνα με στοιχεία της επιτροπής ελέγχου, τα περισσότερο λαϊκιστικά κόμματα των εκλογών του 2019 πήραν πολύ περισσότερες ψήφους ανά ευρώ προεκλογικών δαπανών σε σχέση με τα πιο συστημικά κόμματα:
Πρέπει να γίνει σαφές πως το καλύτερο αντίδοτο κατά του λαϊκισμού είναι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία των πολιτών. Οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται κατά του λαϊκισμού πρέπει να υπερβούν τις ρηχές ιδεολογικές διαφορές τους και να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός οικονομικού περιβάλλοντος που διακατέχεται από δυναμισμό, καινοτομία, και πρωτίστως περισσότερα χρήματα στις τσέπες των ψηφοφόρων.