Του Κυριάκου Αθανασιάδη
ΕΝΑ. Βγάζουμε όλοι βόλτα τους σκύλους μας εδώ στη γειτονιά, ο καθένας τις δικές του ώρες, ανάλογα με τις συνήθειές του, την ώρα που ξυπνάνε αφεντικό και σκύλος κ.ο.κ. Βέβαια, κυρίως το πρωί και αργά το βράδυ —αργά για Τσεχία, δηλαδή μάξιμουμ εννιά— οι περισσότεροι αναγκαστικά συναντιόμαστε σχεδόν στις ίδιες γωνίες και στα ίδια σημεία και ανταλλάσσουμε καλημέρες και φιλοφρονήσεις, όσο τα σκυλιά μας μυρίζονται ή παίζουν ή απλώς αποφεύγουν το ένα το άλλο. Αυτή η επαναληπτικότητα είναι κάπως κουραστική, σου θυμίζει πως είσαι ακόμα εδώ, πως κάνεις τα ίδια και τα ίδια, πως δεν εξελίσσεσαι — και είναι παρήγορη από την άλλη: είσαι εδώ? είσαι ακόμα εδώ, δόξα τω Θεώ? και κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις.
Είναι πολλοί αυτοί που βλέπω λοιπόν τα πρωινά και τα βράδια, σχεδόν κάθε πρωί και σχεδόν κάθε βράδυ, και όλοι τους, κατά έναν ίσως περίεργο τρόπο, χαρακτηριστικοί: αντί να ξεφτίζει και να χάνεται, ένας άνθρωπος μόνος του, παρέα ή όχι με ένα σκύλο, ξεχωρίζει, αποκτά πολύ συγκεκριμένη, διακριτή υπόσταση, όταν τον βλέπεις διαρκώς, με μια κάποια συχνότητα. Είναι όπως τα τοπία, που κάθε φορά σού δείχνουν και κάτι άλλο: γιατί τίποτε, ποτέ, δεν μένει ίδιο, και αυτή ακριβώς η κίνηση, οι αδιόρατες μετακινήσεις, η αναπνοή τους, είναι που τα καθιστούν μοναδικά (και σχεδόν άξια σεβασμού). Κοιτάξτε από το παράθυρό σας και θα το διαπιστώσετε. Δεν έχετε ξαναδεί ακριβώς αυτή την εικόνα, ποτέ. Ούτε και θα την ξαναδείτε. Ακόμη και σε τοίχο να βλέπετε, αυτός ο τοίχος ολοένα αλλάζει. Και είναι μοναδικός χάρη στο δίπολο της μνημειακής του αυτοσυγκέντρωσης, της μικροσκοπικής κίνησής του και των παιχνιδιών που παίζει μαζί του ο αεικίνητος ήλιος και οι κόρες του, οι σκιές.
Σε αυτά τα περίπου πεντακόσια μέτρα του κύκλου που κάνουμε, βλέπω πολλούς, ναι, αλλά ξεχωρίζω λίγους, γιατί το σουλούπι τους είναι πιο κοντά —υποθέτω— σε κάποιες αρχετυπικές μορφές που έχω μέσα μου. Κυρίως, μου αρέσει ένας πολύ ξεχωριστός άντρας, ένας ηλικιωμένος κύριος κοντά στα ογδόντα, με πολύ λευκά μαλλιά και ωραίο μουστάκι, με ευγενικά, «αριστοκρατικά» χαρακτηριστικά και πάντα καλοντυμένος και κοτσονάτος. Νομίζω έχω ξαναμιλήσει για αυτόν, με άλλη ευκαιρία. Αφού χαιρετηθούμε, κάθε φορά μού πιάνει κουβέντα —είναι κάπως φλύαρος—, από την οποία βέβαια δεν πιάνω ούτε μισή λέξη, ωστόσο λέω, «Ano, ano», ναι δηλαδή, για να μην τον κακοκαρδίσω. (Με καλές πιθανότητες, ασφαλώς, να γίνω κάποια φορά ρεζίλι, π.χ. αν με ρωτήσει αν είμαι υπέρ της θανατικής ποινής ή κομουνιστής, ή έστω κάτι λιγότερο ακραίο).
ΔΥΟ. Εδώ και μερικούς μήνες έχουν ξεκινήσει κάποια έργα στη γειτονιά. Καταρχάς να πω ότι έχουμε εδώ ένα «παρτέρι», μία μεγάλη έκταση φυτεμένη με γκαζόν, μήκους εκατόν είκοσι μέτρων και πλάτους είκοσι. Εκεί τρέχουν συνήθως τα σκυλιά που λέγαμε, τους αρέσει και δεν χρειάζεται να τα έχεις με το λουρί. Αυτή η έκταση δεν έχει τίποτε άλλο, είναι σκέτο πατημένο χορτάρι. Δίπλα της, είναι ο δρόμος για τα λιγοστά αυτοκίνητα — ένας δρόμος αυστηρά ήπιας κυκλοφορίας.
Σε ένα κομμάτι τής εν λόγω έκτασης, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτά τα έργα προ ολίγων μηνών, με εντυπωσιακό τρόπο: με μία μικρή φαγάνα, που έσκαψε σε βάθος μισού μέτρου ένα παραλληλόγραμμο με πλευρές είκοσι επί δέκα μέτρα. Τις επόμενες ημέρες —και όσο το επέτρεπε ο καιρός, γιατί όταν ξεκίνησαν τα έργα είχε παγετό με εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες επί αρκετό καιρό: τη νύχτα η θερμοκρασία έπεφτε στους –15°C—, τον επόμενο καιρό λοιπόν έγιναν πολλά και διάφορα, και από διαφορετικά συνεργεία. Πάνω-κάτω, τα εξής: σκάφτηκε και ισοπεδώθηκε η έκταση που λέγαμε, μπήκαν σωληνώσεις ύδρευσης από κάτω, ξαναγέμισε με χώμα, και με ένα άλλο υλικό, αυτή η τάφρος, ήρθε ένα φορτίο με περίπου εκατό πριονισμένους κορμούς δέντρων, αυτοί οι κορμοί μονταρίστηκαν και έφτιαξαν έντεκα «ζαρντινιέρες» μήκους τριών μέτρων, πλάτους μισού και ύψους ενός μέτρου, που σχημάτιζαν ένα πολύ φαρδύ Π, οι «ζαρντινιέρες» αυτές στεγανοποιήθηκαν με ένα βερνίκι και με τη βοήθεια ενός πλαστικού φύλλου, και εν συνεχεία γέμισαν με φυτόχωμα (αλλά με εμφανείς τις «αναμονές» για το σύστημα αυτόματου ποτίσματος), ενώ τέλος συναρμολογήθηκε μία μεγάλη πλατφόρμα μέσα σε αυτό το Π, από λεπτές σανίδες βιδωμένες σε πελώριους πίρους που είχαν μπηχτείς το έδαφος. Στις «ζαρντινιέρες» αλλά και στην πλατφόρμα, τοποθετήθηκαν μικρά στρογγυλά φωτιστικά που μάλλον βοηθούν να βλέπεις τις κατασκευές το βράδυ, για να μη σκοντάφτεις επάνω τους.
Μέχρι πρότινος, δεν είχαμε ιδέα για το τι θα ακολουθούσε. Προς τι τέλος πάντων όλα αυτά. Πλην φυσικά του γεγονότος ότι θα φύτευαν λουλούδια ή και θάμνους στις «ζαρντινιέρες».
Χθες όμως, ένα άλλο συνεργείο κατέβασε από μία νταλίκα πέντε μεγάλα ξύλινα τραπέζια και δέκα παγκάκια, και τα βίδωσε ανά τρία πάνω στην πλατφόρμα, μέσα στο Π δηλαδή. Οπότε, ω του θαύματος, καταλάβαμε: όλους αυτούς τους μήνες έφτιαχναν ένα μέρος περιστοιχισμένο από πράσινο, για να πηγαίνουμε να καθόμαστε όποτε θα το επέτρεπε ο καιρός, την άνοιξη και το καλοκαίρι. Εκμεταλλεύτηκαν ένα μέρος εκείνου του άπλετου πλην φλατ χώρου με το γκαζόν, που κανέναν μας δεν ενοχλούσε ως είχε, για να φτιάξουν έναν τόπο συνάντησης και «κοινωνικοποίησης». Μάλιστα, έβαλαν και μια βρύση σε μια γωνία εκεί, με τρεχούμενο νερό και με μια γούβα από κάτω, για να πίνουν οι άνθρωποι και τα σκυλιά τους.
ΤΡΙΑ. Σήμερα το πρωί, όπως και κάθε πρωί, είδα πάλι τον φίλο μου με το αριστοκρατικό παράστημα. Όχι στον δρόμο όμως: καθόταν σε ένα από τα παγκάκια. Στητός όπως πάντα, με κοστούμι όπως πάντα, με τις παλάμες αναπαυμένες στα γόνατα, και κοιτώντας ίσια μπροστά. Στα πόδια του, ξάπλωνε ο σκύλος του. Είναι ένα πίτμπουλ, γερασμένο κι αυτό και πολύ καλοσυνάτο. Ίδιο με αυτόν. Γενικά, βέβαια, οι άνθρωποι τείνουν να μοιάζουν με τα σκυλιά τους με τον καιρό — ή το αντίθετο, δεν είμαι σίγουρος. Οι δυο τους, πράγμα που παρατηρήσαμε με χαμόγελο, είχαν εγκαινιάσει το νέο μας πάρκο, αν και ακόμα δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες, δεν έχουν γίνει τα τελευταία μερεμέτια, δεν έχουν φυτευτεί τα φυτά, και οι «αναμονές» περιμένουν ακόμη, υπομονετικά, το σύστημα αυτόματου ποτίσματος.
Ένα μικρό ιδιωτικό δημόσιο έργο, φτιαγμένο για όλους, και για τον καθένα ξεχωριστά. Ή, αν θέλετε: υπάρχουν τόσοι τρόποι για να δεις και να χρησιμοποιήσεις μία πόλη, όσοι και οι άνθρωποι που την κατοικούν. Κι αυτό είναι ωραίο. Αυτό είναι παρήγορο.
Και, ναι, ξέρω: είναι διαφορετικό από όσα έχουμε μάθει να συνηθίζουμε εμείς. Στην Ελλάδα. Είναι όμως καιρός να το αλλάξουμε αυτό. Μπορούμε να το κάνουμε. Αν μη τι άλλο: είμαστε ακόμη μοναδικοί — ο καθένας μας είναι ένας άλλος. Αλλά όλοι πρέπει να ζούμε ισότιμα εδώ.