Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα ξεκινά στη Φρανκφούρτη η μεγάλη διεθνής έκθεση βιβλίου της πόλης: η Frankfurter Buchmesse είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη έκθεση βιβλίου στον κόσμο — ένας θεσμός με τεράστιο κύρος. Η πρώτη σύγχρονη έκθεση βιβλίου έγινε στη Φρανκφούρτη το 1949, ελάχιστα χρόνια μετά τον πόλεμο. Η πόλη, και όλη η χώρα, έπρεπε να βρουν τρόπους να ζουν, να ξεχάσουν τον ζόφο του ναζισμού, να επενδύσουν σε ένα ανθρώπινο μέλλον. Το έκαναν (και) μέσω, ασφαλώς, του βιβλίου.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: μιλάμε για 7.500 εκθέτες, για πάνω από 100 χώρες, για σχεδόν 300.000 επισκέπτες, για 4.000 εκδηλώσεις και για πάνω από 10.000 δημοσιογράφους και μπλόγκερ βιβλίου. Φυσικά, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των βιβλίων που εκτίθενται στα περίπτερα — μόνο οι νέες εκδόσεις, είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες. Ένας Παράδεισος για τους βιβλιόφιλους, η πιο ευχάριστη (και πιο κουραστική) περίοδος της χρονιάς για τα στελέχη των εκδοτικών οίκων, και βέβαια ο ιδανικός τόπος και χρόνος για να κλειστούν συμφωνίες αγοράς δικαιωμάτων για τη μετάφραση και έκδοση βιβλίων σε άλλες γλώσσες και άλλες χώρες: στον κόσμο των βιβλίων, των αφηγήσεων και των ιδεών, τα σύνορα είναι μία παρωχημένη κατάσταση.
Η σχέση της Ελλάδας με την έκθεση της Φρανκφούρτης είναι παλιά, και η ελληνική αποστολή ήταν ανέκαθεν πολυπληθής. Καθώς μάλιστα η έκθεση συνιστούσε και μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για αναψυχή, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απολάμβαναν με το παραπάνω αυτό το ταξίδι. Αν μη τι άλλο, οι διάφορες συμφωνίες μπορούσαν να κλειστούν και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο — με μέιλ, μέσω ατζέντη ή όπως αλλιώς. Όμως το ταξίδι αυτό δεν υπήρχε τρόπος να υποκατασταθεί.
Έτσι, μολονότι φυσικά πάντα υπήρχαν εξαιρέσεις —διόλου ευάριθμες, και πάντα φωτεινές—, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, από ελληνικής πλευράς, που εκμεταλλεύονταν το ταξίδι για όλους τους άλλους λόγους πλην τού προφανούς: πλην δηλαδή των «ανασκαφών» στα ράφια και στους πάγκους των εκθετών και στις συναντήσεις με συναδέλφους τους από άλλες χώρες. Η πόλη —μία συνεδριακή-εκθεσιακή, υπέροχη πόλη— έχει να προσφέρει τόσο πολλά στους επισκέπτες της.
Όλο αυτό άλλαξε 100% τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια, από όσο μπορώ να υπολογίσω. Πλέον, το σύνολο των Ελλήνων που επισκέπτεται την έκθεση δεν ενδιαφέρεται για τα κοινά γεύματα ή τις νυχτερινές εξόδους, αλλά για τη διεθνή βιβλιοπαραγωγή και τις επαφές αποκλειστικά. Το σημειώνω γιατί είναι ένας δείκτης αυτός τού πείσματος, της βούλησης της ντόπιας επιχειρηματικότητας, όχι απλώς να κρατηθεί στη ζωή, αλλά να κάνει (πολλά) βήματα παραπάνω. Ένας κλάδος που παράγει και πουλά τόσο ευαίσθητα προϊόντα, προϊόντα που, ουσιαστικά, δεν τα περιμένει κανείς απολύτως και που πρέπει κάθε φορά να φτιάχνουν από μόνα τους το κοινό τους (κάθε μα κάθε φορά από την αρχή), θα περίμενε ίσως κανείς να κλειστεί στον εαυτό του, να περιχαρακωθεί, να επιδεικνύει «σύνεση» και «φρόνηση».
Δεν το κάνει. Παρόλο που οι αριθμοί δεν είναι (ακόμη) ενθαρρυντικοί, παρά την οικονομική δυσπραγία, παρά τα μειωμένα τιράζ, παρά τους μικρούς τζίρους, παρά τον πανταχού παρόντα μπαμπούλα του ρίσκου, οι Έλληνες εκδότες κάνουν τα πάντα —το εννοώ, καθώς τυχαίνει να το ξέρω εκ των έσω— για να έχουμε μία πολύ-πολύ παραπάνω από αξιοπρεπή διεθνώς παρουσία. Οι ελληνικές εκδόσεις μπορεί να υπολείπονται σε ποσότητα τίτλων, αίφνης, σε σχέση με κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες περίπου ίδιου πληθυσμού με εμάς, αλλά έχουν πολύ-πολύ υψηλά στάνταρ παραγωγής, ενώ δεν υπάρχει —πλέον— νέα και πολυσυζητημένη έκδοση του εξωτερικού που να μην εκδίδεται —συχνά ταυτόχρονα και με την ίδια τη χώρα προέλευσης του βιβλίου— και στην Ελλάδα.
Ένας λόγος ίσως είναι (ή μάλλον: σίγουρα είναι) το γεγονός ότι πολλοί γόνοι εκδοτών ανέλαβαν εδώ και καιρό ή αναλαμβάνουν σιγά-σιγά τα ηνία στις οικογενειακού τύπου επιχειρήσεις (οικογενειακού τύπου επιχειρήσεις είναι ακόμη και οι πολύ μεγάλοι εκδοτικοί: ουσιαστικά όλοι), έχοντας πολύ καλές σπουδές στο εξωτερικό —είτε διοίκησης επιχειρήσεων, είτε εκδόσεων, είτε και τα δύο— αλλά συχνά και ήδη πολυετή επαγγελματική δραστηριότητα οι ίδιοι, ώστε —σε συνδυασμό με τη συσσωρευμένη πείρα των γονιών τους, αυτόν τον πλούτο— να επενδύουν στο «μαγαζί» όσα ξέρουν, όσα έχουν μάθει και όσα τούς καίνε. Ένας άλλος λόγος είναι ότι δεν γίνεται διαφορετικά: αν δεν ασχοληθείς πολύ και με σύστημα, και αν δεν βάλεις όσα έχεις και δεν έχεις σ' αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να περιμένεις καλά αποτελέσματα. Ένας τρίτος λόγος είναι η αύξηση του απαιτητικού κοινού, σε κάθε κατηγορία βιβλίων. Επί παραδείγματι, στο crime fiction (ένα λαϊκό είδος) σήμερα δεν θα «έπιαναν» οι πρόχειρες εκδόσεις αστυνομικών που γέμιζαν τα περίπτερα και τα μικρά βιβλιοπωλεία ακόμη και μόλις πριν από δεκαπέντε-είκοσι χρόνια. Το κοινό έχει μάθει να ξεχωρίζει, και είναι πολύ αυστηρό.
Παρά ταύτα: για όποιους λόγους και να συμβαίνει, οι εκδόσεις σήμερα στην Ελλάδα είναι καλύτερες —και με μεγάλη διαφορά— από ποτέ? και είναι και πιο έτοιμες να υποδεχτούν ένα καινούργιο, μεγάλο και διψασμένο κύμα νέων αναγνωστών. Που είμαστε πολύ σίγουροι ότι θα βρεθεί.
Αν μια επιχειρηματική δραστηριότητα δείχνει τον δρόμο για όλες τις άλλες, αυτή είναι η μικρή, οικογενειακή επιχείρηση έκδοσης βιβλίων στην Ελλάδα.
Τους ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας Καλή Έκθεση, και τους ευχαριστούμε.