Της Μαρίας Χούκλη
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης ήταν ήδη θρύλος τα χρόνια που σπούδαζα στη Νομική, στη Θεσσαλονίκη. Τον ήξερε και τον σεβόταν όλο το Αριστοτέλειο, τον ήξερε και υπερηφανευόταν όλη η πόλη που ήταν δικό της τέκνο.
Συχνά, πολλοί νομικάριοι πηγαίναμε στο Αμφιθέατρο της γειτονικής Φιλοσοφικής για να παρακολουθήσουμε το μάθημά του. Όχι ακριβώς το μάθημά του, αλλά εκείνον να το παραδίδει.
Η εικόνα που έχω ήταν μιας ασφυκτικά γεμάτης αίθουσας με κόσμο κι από άλλες σχολές που φωνασκούσε ακαταπαύστως μέχρι να εμφανιστεί Εκείνος.
Ψηλός, λεπτός, μοντέρνα ντυμένος, με βήμα αργό έπαιρνε θέση στο καθηγητικό έδρανο, τακτοποιούσε σημειώσεις και βιβλία –δήθεν, αφού όσα θα έλεγε αργότερα όλα ήταν από στήθους–, σταύρωνε με χάρη τα χέρια του, έκανε μισό βήμα πίσω και μετά σήκωνε το βλέμμα προς το κοινό.
Το σαιξπηρικό βλέμμα του.
Δύο μάτια μαύρα σαν κάρβουνα αναμμένα που είχες την αίσθηση ότι σε κοιτάζουν ακόμη και αν βρίσκεσαι στην τελευταία σειρά των καθισμάτων.
Οι γνώσεις, η ευφυΐα, η σοβαρότητα, τα δεινά που πέρασε, η πνευματική υπεροχή, όλο το μέγεθος του ανδρός ήταν μετουσιωμένα σε εκείνο το πυρετικό βλέμμα.
Ένιωθες ότι σε διαπερνούσε, σε ζύγιζε και ευχόσουν να μην σε βρει ελλιπή.
Ο καθηγητής δεν έδειχνε να βιάζεται να ξεκινήσει το μάθημα. Έμοιαζε με Σολίστα στο κέντρο της σκηνής που περίμενε να ησυχάσει το πλήθος των φανατικών για να αρχίσει να παίζει. Ωστόσο δεν άφηνε και πολύ χρόνο να πάει χαμένος.
Η βραχνή, στεγνή φωνή του ήταν το δεύτερο επιβλητικό πράγμα επάνω του.
Με κοφτές φράσεις ωραίων ελληνικών και ελαφρά ειρωνεία, όμως δίχως αυταρέσκεια, ούτε στόμφο, εξιστορούσε όσα είχε ετοιμάσει να πει. Δεν ήταν ακριβώς διάλεξη, ούτε τώρα ξέρω να πω τι ήταν, αλλά ήταν κάτι σπουδαίο.
Ο Μαρωνίτης μιλούσε αλλά είχε διαρκώς ανοιχτά τα αφτιά στις αντιδράσεις του ακροατηρίου που το αιφνιδίαζε με ερωτήματα. Ήθελε να ανταλλάξει απόψεις, δεν επιδίωκε να είναι απλώς πομπός. Αυστηρός με τυχόν ανοησίες που θα τολμούσε να αντιτάξει κάποιος –20αρηδες ήμασταν. Δεν μασούσε τα λόγια του, ήταν δηκτικός με τα λάθη, όμως το μάλωμά του ήταν σκληρό απ' έξω, τρυφερό από μέσα.
Δεν έκανε έκπτωση στη δυσκολία των νοημάτων που επέλεγε να ξεδιπλώσει ενώπιον των φοιτητών και των λαθρακουστών του.
Έπρεπε εμείς να σκαρφαλώσουμε για να τον καταλάβουμε, δεν κατέβαινε εκείνος για να μας συναντήσει. Δεν κολάκευε τους φοιτητές, αντιθέτως τους κόντραρε με τη σωκρατική μέθοδό του. Μια - δυο φορές τον είδα να μισό-χαμογελά με ευχαρίστηση από κάποιο σωστό σχόλιο μαθητή του, η ευαρέσκεια του σπορέα που έπιασε τόπο η σπορά του.
Μάχη έδινες για μια θέση στο αμφιθέατρο.
Αυτό καθ' αυτό το θέμα του μαθήματος τότε δεν με ενδιέφερε, άλλωστε ήμουν στη Νομική.
Όμως η περφόρμανς Μαρωνίτη, η δύναμη που εξέπεμπε, το ήθος που εξακτίνωνε ο στέρεος λόγος του, οι παρατηρήσεις που έκανε για τα τρέχοντα, τη ζωή και τον άνθρωπο ανάμεσα σε ομηρικές ραψωδίες και κυπριακά έπη, τα ερωτήματα που μας κέρναγε, ιντριγκάροντάς μας να δώσουμε εμείς τις απαντήσεις ήταν από μόνα τους κίνητρο να τον παρακολουθήσεις.
Ήταν ένας Δάσκαλος. Κι άλλοι υπήρξαν.
Κανείς, όμως, δεν είχε τέτοια βεγγαλικά μάτια.