Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ για τη ραγδαία άνοδο του λαϊκισμού, δεξιού και αριστερού. Τα αίτια της ανόδου αυτής απασχολούν δεξαμενές σκέψης, πολιτικά κόμματα, τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης και αρκετές συζητήσεις μεταξύ πολιτών. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, οι απανταχού λαϊκιστές τραβούν μία βαθιά, διαχωριστική γραμμή μεταξύ λαού και διαφόρων ελίτ. Για τον Στιβ Μπάνον, τον ιθύνοντα νου πίσω από την εκλογή Τραμπ και νυν ηγέτη του λεγόμενου “Κινήματος”, η ελίτ είναι το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και ο λαός είναι όλα τα πατριωτικά (εννοεί ακροδεξιά) κόμματα που αντιτίθενται σε αυτό. Για την δική μας “πρώτη φορά αριστερά” η ελίτ ήταν η Τρόικα και ο λαός οι Έλληνες και Ευρωπαίοι εργάτες που είδαν τα “κεκτημένα δικαιώματά” τους να εξαφανίζονται. Αντίστοιχες ελίτ χρησιμοποιεί ο Πούτιν στη Ρωσία, ο Όρμπαν στην Ουγγαρία και η δεξιά κυβέρνηση στην Πολωνία. Το κεντρικό τους μήνυμα είναι ότι το παιχνίδι είναι στημένο εναντίον του λαού και πως εκείνοι είναι σε θέση να επαναφέρουν ένα δικαιότερο σύστημα.
Ενώ οι άνθρωποι που πιστεύουν στη φιλελεύθερη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την παγκοσμιοποίηση και την ανεκτικότητα έχουν την τάση να διαφωνούν σε όλα με τους λαϊκιστές, στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει και μία τάση στρουθοκαμηλισμού. Ναι, οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι οι καλύτερες της ανθρώπινης ιστορίας για όλους τους πολίτες τους. Προσφέρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, μεγαλύτερα πραγματικά εισοδήματα, καλύτερη παιδεία και χάρη στην ιατρική πρόοδο όλα αυτά τα προσφέρουν για περισσότερα χρόνια, ακόμα και στα φτωχότερα μέλη των κοινωνιών τους. Όμως, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν οι παρατάξεις που αναγνωρίζουν τα παραπάνω ως πραγματικότητες ότι κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο και κανένα σύστημα δεν κρατάει για πάντα. Αν πραγματικά θέλουν να μην έρθει το τέλος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη Δύση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα πρέπει να αποκτήσουν το θάρρος να πουν στους πολίτες τα πράγματα με το όνομά τους και στη συνέχεια να ασκήσουν κριτική στους λαϊκιστές.
Ας ξεκινήσουμε με τα πολύ απλά. Όταν μία καθαρίστρια που πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού για να πιάσει δουλειά στο δημόσιο δέχεται σκληρότερη ποινή από όσους συμμετείχαν σε σκάνδαλα διαφθοράς πολλών δισεκατομμυρίων, τότε πρέπει να χτυπήσει το καμπανάκι. Κάποιο λάθος έχει γίνει και πρέπει να διορθωθεί άμεσα. Όταν ο φορολογικός κώδικας είναι περίπλοκος με εκατοντάδες εξαιρέσεις και ειδικές ρυθμίσεις, μόνο οι φορολογούμενοι με στρατιές λογιστών μπορούν να επωφεληθούν. Οι απλοί πολίτες, που πληρώνουν έναν λογιστή για την φορολογική τους δήλωση μια φορά το χρόνο, δεν πρόκειται ποτέ να βρουν και να αξιοποιήσουν τις μαύρες “τρύπες” του συστήματος. Όταν η Βουλή περνάει κατά συρροή νόμους με άσχετες διατάξεις που αναφέρονται ή διορθώνουν προηγούμενους νόμους, για να μάθει ένας πολίτης τι ακριβώς ισχύει για το θέμα που τον ενδιαφέρει πρέπει να προσλάβει δικηγόρους ή να πληρώνει κάθε μήνα μία από τις ειδικές υπηρεσίες που ενημερώνουν συνεχώς τον κώδικα. Οι φτωχοί και οι “μικροί” γενικότερα, που δεν έχουν χρήματα ούτε για λογιστές, ούτε για δικηγόρους, ούτε για λογισμικά, είναι οι χαμένοι ενός τέτοιου συστήματος.
Οι μεταρρυθμιστικές και οι φιλελεύθερες δυνάμεις της Δύσης πρέπει γρήγορα να δράσουν και να μιλήσουν ανοιχτά με τους πολίτες όλων των πεποιθήσεων για τα στραβά του συστήματος. Όμως, για να γίνει αυτό πρέπει να ξεπεραστούν δύο σημαντικά εμπόδια:
Πρώτον, τα λεγόμενα φιλοευρωπαϊκά ή μεταρρυθμιστικά κόμματα συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία των προβλημάτων που εντοπίζουν και αναδεικνύουν οι λαϊκιστές. Το πρόβλημα του κρατισμού, της ρύθμισης της οικονομίας ώστε να ευνοούνται συγκεκριμένες ομάδες και να αδικούνται άλλες, είναι αποτέλεσμα της χαλαρότητας που επέφερε ο δυτικός πλουτισμός. Ξαφνικά, οι ελίτ ένιωσαν ότι είναι άτρωτες και πως βρήκαν τη μαγική συνταγή για αέναη ανάπτυξη και ευημερία. Η κρίση απέδειξε ότι ακόμα και οι καλύτεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί μπορεί να διαπράξουν μοιραία σφάλματα και για αυτό το νέο λαϊκιστικό κίνημα τοποθετείται χρονικά στα πρώτα χρόνια μετά τη μεγάλη κρίση του 2007. Οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να αποκτήσουν σοβαρή επιρροή στους πολίτες χωρίς σοβαρή αυτοκριτική.
Δεύτερον, οι κυρίαρχες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις μοιάζουν να έχουν χάσει τον δρόμο τους. Αντί να σκύψουν πάνω από τα προβλήματα των καθημερινών πολιτών, αυτών που δεν έχουν λομπίστες, λογιστές και στρατιές δικηγόρων δηλαδή, δημιούργησαν κλειστούς κύκλους όπου όσοι βρίσκονται εντός είναι “δικοί” τους και όσοι είναι εκτός είναι ρατσιστές, λαϊκιστές, ή κομμουνιστές. Κάπως έτσι κατάφεραν τα ακροδεξιά κινήματα να αποκτήσουν βήμα και επιρροή υιοθετώντας τον ρόλο των “μαρτύρων” κατά της πολιτικής ορθότητας, ή της “πολιτικοκορεκτίλας” όπως την αποκαλούν.
Η πορεία του λαϊκισμού στη Δύση μπορεί να είναι άγνωστη, ειδικά ενόψει των ευρωεκλογών του Μαΐου, όμως οι συνέπειές του είναι γνωστές στη γηραιά ήπειρο. Θεωρώ πως αν οι φιλοευρωπαίκές δυνάμεις πουν τα πράγματα με το όνομά τους θα στερήσουν από τους λαϊκιστές το κυριότερο όπλο τους: τον θυμό των πολιτών απέναντι σε ένα σύστημα που είναι στημένο εναντίον τους.