Του Κυριάκου Αθανασιάδη
«Μια μέρα θα τα σκεφτόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε». Εκείνη τη μέρα που θα έχει πέσει και το τελευταίο φύλλο συκής και θα έχει αποκαλυφθεί ακόμη και στον πιο εθελουσίως τυφλό οπαδό, ή και στον ποιο αγαθιάρη, το ποιόν των κυβερνώντων από τον Ιανουάριο του 2015 και δώθε: του Τσίπρα και του Καμμένου, αυτού του διπόλου της μεγαλύτερης εθνικής καταστροφής που υπέστη η χώρα εν καιρώ ειρήνης και σε περιβάλλον δημοκρατίας.
Με το τελευταίο φύλλο συκής δεν εννοούμε το πρόσωπο του φαταούλα, του κλέφτη, του λιμασμένου, του μικροαστούλη που σούρνεται για μια θεσούλα στο Δημόσιο, του τύπου που «βάζει μέσον» για να βολευτεί και να βολέψει την ανιψιά από το χωριό, το παιδί του κοινοτάρχη και το εγγόνι του παπά, όπως βλέπαμε στις ταινίες τής Φίνος Φιλμς. Αυτό αποκαλύφθηκε, και είναι πραγματικά απεχθές. (Παράκληση: μην το δείχνετε και μην το λέτε στα παιδιά σας, δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσο αντιπαιδαγωγικό είναι και πόσο θα τα επηρεάσει πολιτικά και ηθικά).
Όχι. Εννοούμε το ξύλο που θα πέσει ανάμεσα στους συντρόφους. Αυτά, η Αριστερά τα κουβαλά μαζί της σαν προίκα από τα μικράτα της. Και πάλι: δεν εννοούμε τα αλληλοκαρφώματα, τις μπηχτές, τα κείμενα κριτικής (λιβέλους, εν πάση περιπτώσει), τις αποκηρύξεις, τις εκπαραθυρώσεις, τις διαγραφές και όλα τα συναφή. Όταν λέμε ξύλο, εννοούμε ξύλο. Αλλιώς θα το λέγαμε με άλλη λέξη. Για όσους αμφιβάλλετε, κάντε έναν κόπο και φυλάξτε σε μιαν άκρη αυτό το κείμενο, δεν πιάνει τόπο.
Αλλά γιατί τάχα βάζω εισαγωγικά στην ωραία εκείνη φρασούλα; Τόσες φορές την έχουμε πει μεταξύ μας για να ξεχνιόμαστε, χάριν παραμυθίας, και τόσες κι άλλες τόσες την έχουμε γράψει και στα μηνύματα που ανταλλάσσουμε τα βράδια για να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον. Ότι δηλαδή τι; Ότι μια μέρα θα τα σκεφτόμαστε όλα αυτά και δεν θα γελάμε;
Ναι, δεν θα γελάμε.
Για την ακρίβεια, είτε τα σκεφτόμαστε είτε όχι —και ελπίζω πως όχι—, δεν θα μας περισσεύει χρόνος για γέλιο. Ειδάλλωςς, θα είμαστε σαν εκείνον που πάει να τερματίσει μια κούρσα αντοχής, μπαίνει στο τελευταίο κατοστάρι και αρχίζει να χαιρετάει σαν τον χάχα τον κόσμο. Χωρίς να βλέπει πως πίσω του οι πραγματικοί αθλητές —γιατί αυτός δεν είναι πραγματικός αθλητής— σκυλιάζουν να τον περάσουν. Και τον περνάνε πράγματι. Τουλάχιστον τρεις από δαύτους. Κι αυτός μένει με την τζούφια χαρά της χαιρετούρας.
Αυτό που θα προέχει θα είναι να σώσουμε οτιδήποτε κι αν σώζεται.
Εξ ου και δεν συμμερίζομαι κανενός τη χαρά, ούτε καν την πιο κακεντρεχή (τέτοια που μου πάει πολύ και μένα). Δεν με νοιάζει καν να κάτσω να χαλαλίσω ούτε στιγμή ευωχίας για το τέλος των περισσοτέρων κομμάτων και των κομματιδίων της Κρίσης. Ας πάνε στα τσακίδια, ποσώς με ενδιαφέρει.
Αυτό που με ενδιαφέρει, αυτό που με στοιχειώνει, είναι η εικόνα που έχω αυτά τα χρόνια στον καινούργιο τόπο όπου ζω. Μια εικόνα εφιαλτική. Εφιαλτική για μένα, όχι για τους ανθρώπους εδώ.
Δεν θα πω πολλά? μόνο τι είδα χθες σε ένα καφέ που πήγαμε το μεσημέρι. Λοιπόν, οι μισοί πελάτες ήταν ξένοι. Όχι τουρίστες, αλλά στελέχη που εργάζονται εδώ για μεγάλες εταιρίες. Για μερικές εκατοντάδες ξένες εταιρίες. Για μερικές εκατοντάδες ξένες εταιρίες που τα στελέχη τους δεν ξέρουν πια πού πέφτει καν η Ελλάδα. Όπως εμείς δεν ξέρουμε πού πέφτει ακριβώς το Κάπο Βέρντε. Αυτοί ήταν οι μισοί από τους πελάτες. Οι άλλοι μισοί ήταν ντόπιοι. Νεαροί όλοι τους, από τα είκοσι μέχρι μάξιμουμ τα σαράντα.
Οι μισοί είχαν από δυο-τρία παιδιά στο καρότσι ή αμολημένα να μπουσουλάνε στο πάτωμα και να παίζουν με τα σκυλιά που επίσης κουβαλούσαν μαζί τους. Παιδιά, πολλά παιδιά, γιατί γεννάνε από πολύ μικροί εδώ πέρα — στον δρόμο βλέπεις συνεχώς παιδαρέλια και κοπελίτσες να κουβαλάνε μωρά στον μάρσιππο. Και γεννάνε επειδή έχουν λεφτά, και έχουν μέλλον, και έχουν πολλή και μεγάλη σιγουριά και για τα δυο αυτά αγαθά. Και γιατί παίρνουν τρία χρόνια άδεια μητρότητας. Και γιατί ζουν σε μια χώρα που θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με 2%, 3% και 4% σταθερά για πολλά-πολλά χρόνια ακόμη.
Σε μια χώρα που η τελευταία απεργία έγινε… μπα, ψέματα, κανείς δεν θυμάται πια πότε έγινε απεργία. Σε μια χώρα που έχει ανεργία κάτω από το μηδέν (κάπου στο 2% γράφει ο πίνακας, αλλά οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας είναι υπερδιπλάσιες των εγγεγραμμένων ανέργων) και όπου οι πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς είναι κάπου στο 5% τον χρόνο, κάθε χρόνο.
Δεν θα συνεχίσω, δεν έχει σημασία. Ας κάνουν ό,τι θέλουν οι άλλοι. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς. Το θέμα είναι από ποια θέση θα ξεκινήσουμε στις 7 Ιουλίου — λοιπόν: από την τελευταία. Το θέμα είναι πως η κούρσα αυτή, η κούρσα που μας περιμένει, θα είναι ένας τεράστιος δρόμος αντοχής. Ένας δρόμος μάλιστα που θα τον κάνουμε χωρίς επιστήμονες! Έχουν φύγει όλοι στο εξωτερικό, είναι αδιανόητο πόσο λίγοι έχουν μείνει πίσω…
Εν πάση περιπτώσει. Ας μην πω περισσότερα. Παρά μονάχα, ξανά, αυτό: δεν υπάρχει χρόνος για γέλια. Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε καν όρεξη. Χρειαζόμαστε κάθε βοήθεια που μπορούμε να βρούμε, κάθε επένδυση, κάθε μαγαζί, και μαζί χρειαζόμαστε ένα περιβάλλον απόλυτης ησυχίας και ηρεμίας — που πρέπει να εξασφαλιστεί πριν από καθετί άλλο. Κι αυτό, όχι για να αράζουμε τις Κυριακές στα καφέ με πολλή και μεγάλη σιγουριά για το παρόν και το μέλλον μας — με λόγους να είμαστε αμέριμνοι δηλαδή.
Αλλά για να διατηρήσουμε, αρχικά, τις ελπίδες μας ότι θα έχουμε και αύριο τη δυνατότητα να φορτίσουμε το κινητό μας, να ψωνίσουμε από το σούπερ-μάρκετ κάτι που να τρώγεται, να αγοράσουμε ένα βιβλίο τον χρόνο, να ξαναγίνουμε μια άκρια της Ευρώπης, να αποτρέψουμε μια φυσική καταστροφή χωρίς να πνιγούμε ή να καούμε όλοι — τέτοια.
Ξεκινάμε κάτω από το μηδέν. Και ακόμα δεν έχει πέσει το τσουνάμι της Ανατολής επάνω μας. Γι' αυτό: μια μέρα θα τα σκεφτόμαστε όλα αυτά και δεν θα γελάμε — θα είμαστε απασχολημένοι με την επιβίωσή μας.