Το Σάββατο που μας πέρασε είχα τη χαρά και την τιμή να οργανώσω μία από τις πρώτες συζητήσεις πολιτικού περιεχομένου στο ανερχόμενο κοινωνικό δίκτυο του Clubhouse. Το θέμα της συζήτησης ήταν «Startup Ecosystem: Πρόοδος, προκλήσεις και ευκαιρίες» με τη συμμετοχή του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων με αρμοδιότητα την έρευνα και την καινοτομία, κ. Χρίστου Δήμα, του Μάρκου Βερέμη και της Κατερίνας Πραματάρη από την πλευρά των Κεφαλαίων Επενδυτικών Συμμετοχών (Venture Capital Funds), και του Χρήστου Νικολούδη της Mantis από την πλευρά των startup. Από τα πολλά ενδιαφέροντα θέματα που συζητήθηκαν στο καινοτόμο κοινωνικό δίκτυο, που χαρακτηρίζεται από την απουσία όλων των μέσων πέραν του ήχου, ξεχώρισα τρία πολύ σημαντικά ζητήματα.
Αρχικά, είναι σαφές ότι το οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων στη χώρα μας βρίσκεται σε εμβρυικό στάδιο. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες δεν υπήρχε καμία καταγραφή των startups που δραστηριοποιούνται στη χώρα, δεν υπήρχε θεσμικό πλαίσιο που να περιγράφει το τι λογίζεται ως νεοφυής επιχείρηση, ενώ τα οικονομικά κίνητρα προς τους επενδυτές και το ανθρώπινο δυναμικό που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τύπο επιχειρηματικότητας ήταν μηδαμινά. Η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει πλέον στη χώρα. Με πρωτοβουλία του υπουργείου ανάπτυξης υπάρχει πλέον μητρώο νεοφυών επιχειρήσεων, το περίφημο Elevate Greece, οι ερευνητές που συμμετέχουν σε προγράμματα μη χρηματοδοτούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο, ενώ η χώρα μας έχει συνάψει σημαντικές συμφωνίες συνεργασίας με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τη Γερμανία και άλλες σημαντικές χώρες στους τομείς της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας.
Μπορεί λοιπόν, έστω και αργά, η χώρα μας να αποκτά ένα ουσιαστικό και δομημένο οικοσύστημα καινοτομίας όμως ο δρόμος που έχουμε να καλύψουμε είναι πολύ μεγάλος και σχετίζεται με σημαντικά ζητήματα που καμία στοχευμένη πολιτική για τις startups δεν μπορεί να καλύψει. Μία τέτοια περίπτωση είναι τα μη-μισθολογικά κόστη της εργασίας. Η χώρα μας έχει καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο, έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει στο «εξαιρετικό της οικόπεδο» ακόμα ψηφιακούς νομάδες με υψηλή εξειδίκευση, το μισθολογικό κόστος των εργαζομένων είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό, όμως τα έξοδα που καλούνται να πληρώσουν οι επιχειρήσεις σε φόρους και εισφορές μειώνουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας.
Ένα δεύτερο σημαντικό εμπόδιο είναι η κουλτούρα μας, τόσο σε ελληνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ελλάδα, η έννοια της επιχειρηματικότητας είχε για χρόνια λοιδορηθεί από τις λαϊκιστικές φωνές του κρατισμού. Η αποτυχία ενός επιχειρηματικού εγχειρήματος κουβαλούσε ένα αρνητικό στίγμα που μοιραία αποθάρρυνε τους επίδοξους επιχειρηματίες από την ανάληψη ρίσκου. Οι Έλληνες έβλεπαν, ιδιαίτερα στα χρόνια των μνημονίων, με μεγάλο σκεπτικισμό τις αγορές, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της υγιούς επιχειρηματικότητας. Αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Η Γηραιά Ήπειρος έχει μείνει πίσω στην καινοτομία και εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από τις γραφειοκρατικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
Το συμπέρασμα που βγαίνει, τόσο από τη συγκεκριμένη εκδήλωση όσο και γενικότερα από την ανάλυση της θέσης της χώρας μας σε σχετικούς δείκτες, είναι ότι ενώ υπάρχει προοπτική για τις νεοφυείς επιχειρήσεις στη χώρα μας, η μετεξέλιξη αυτής της προοπτικής σε θετικά αποτελέσματα πρέπει να περάσει μέσα από τις συντηρητικές αντιλήψεις που επικρατούν ως προς τη λειτουργία της αγοράς και τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που τόσο επιμελώς αποφεύγουμε. Η κυβέρνηση, τόσο μέσω των προγραμματικών της δηλώσεων όσο και μέσω της Έκθεσης Πισσαρίδη, έχει αποδείξει ότι γνωρίζει τι πρέπει να γίνει. Μένει να δούμε αν θα το κάνει.