Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το σκηνικό που στήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση μετά την υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο κρατών φαίνεται να αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς.
Η αποστολή του Oruc Reis φαίνεται να έχει μάλλον «ψυχομετρικού» παρά «σεισμογραφικού» χαρακτήρα. Ανεξαρτήτως του εάν επιστρέψει ή όχι σε ελληνική υφαλοκρηπίδα και του εάν πράγματι ή όχι ο θόρυβος των παραπλέοντων πλοίων καθιστά αδύνατη ή όχι τη συγκέντρωση ερευνητικών δεδομένων, το βέβαιον είναι ότι στην παρούσα φάση διεξάγει μάλλον ψυχολογικές επιχειρήσεις προς άγραν διπλωματικών αντιδράσεων παρά έρευνες για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων στα συγκεκριμένα οικόπεδα.
Παρά τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν περί άκαιρης ή βεβιασμένης κίνησης, η υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας μόνον άστοχη δεν υπήρξε τελικά.
Όχι μόνο λόγω του επιτυχούς, καθώς αποδεικνύεται, διεμβολισμού του τουρκολιβυκού μνημονίου, αλλά κυρίως διότι μοιάζει να λειτουργεί καταλυτικά προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης των εξελίξεων που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα (ελληνοτουρκικός διάλογος) με ευνοϊκότερους όρους.
Πρώτον, διότι βάζει ένα, μάλλον αίσιο και διδακτικό για το μέλλον, τέλος στην αποδεδειγμένα πια αντιπαραγωγική για την ελληνική πλευρά στρατηγική του κατευνασμού της Τουρκίας.
Δεύτερον, διότι από τις κινήσεις του Οruc Reis προκύπτει ότι η Αίγυπτος αποτελεί για την Τουρκία ένα αντίπαλο δέος που δεν θα ήθελε σε καμιά περίπτωση να ερεθίσει περαιτέρω.
Τρίτον, γιατί τόσο οι αντιδράσεις της Γαλλίας όσο και του Ισραήλ έστειλαν με τον σαφέστερο τρόπο το μήνυμα στην Αγκυρα ότι η στρατηγική της προβολής ισχύος, με την οποία φιλοδοξούσε μέχρι σήμερα να επιβάλει την επικυριαρχία της στην περιοχή, έχει φθάσει στα όριά της.
Τέταρτον, διότι ανάλογα είναι και τα μηνύματα που στέλνει η μάλλον απρόσμενα άμεση αποδοχή του ελληνικού αιτήματος περί έκτακτης σύγκλησης του συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε καμιά βέβαια περίπτωση δεν μπορούν να προεξοφληθούν οι αποφάσεις του. Πολύ δε λιγότερο μπορεί να γίνουν υποθέσεις για το κατά πόσον η τηλεδιάσκεψη των Ευρωπαίων υπουργών αυξάνει τις πιθανότητες επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας.
Προφανώς, το ζήτημα αυτό θα κριθεί από την έκβαση της επικοινωνίας της καγκελαρίου Μέρκελ με τον Τούρκο πρόεδρο, καθώς και από το αποτέλεσμα που θα έχει η συνάντηση στη Βιέννη μεταξύ Πομπέο και Δένδια.
Μεσομακροπρόθεσμα, ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ούτε ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να αποκλιμακωθεί η σημερινή ένταση ούτε ο κίνδυνος που μπορεί εν τω μεταξύ να υπάρξει ενός ατυχήματος που θα βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της Ανατολικής Μεσογείου, όπου πλέον συγκεντρώνεται μια διαρκώς αυξανόμενη δύναμη πυρός.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και αν επαναληφθούν οι διερευνητικές επαφές και δρομολογηθεί η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ελάχιστες γεωπολιτικές ισορροπίες θα μπορούν να αποκατασταθούν στην περιοχή και ακόμα λιγότερες ευρωτουρκικές σχέσεις θα μπορέσουν να εξομαλυνθούν όσο η γεωπολιτική στρατηγική της γείτονος αναπτύσσεται στη βάση μιας οργανικής νεο-οθωμανικής ιδεολογίας, σαν και αυτήν που φαίνεται πλέον να γίνεται κυρίαρχη, υπερβαίνοντας και τον ίδιον τον Ερντογάν.
Συνοψίζεται σε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά.
Το πρώτο χαρακτηριστικό αφορά την «πλήρωση» του κενού που δημιούργησε στην Ανατολική Μεσόγειο η απόσυρση των αμερικανικών στρατηγικών ενδιαφερόντων και την αξιοποίηση των νέων ισορροπιών που διαμορφώνονται με την ισχυροποίηση του ρόλου της Ρωσίας στην περιοχή.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά την ισλαμοποίηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ως του κοινού ιδεολογικού παρονομαστή πάνω στον οποίο σταθεροποιείται η συνεργασία της τουρκικής εθνικιστικής δεξιάς με το κυβερνών κόμμα, δημιουργώντας ουσιαστικά έναν δυνάμει αντιδυτικό συνασπισμό εξουσίας.
Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά την προβολή του δόγματος, σύμφωνα με το οποίο Αιγαίο, Μεσοποταμία, Ανατολική Μεσόγειος και Βόρεια Αφρική αποτελούν για την Τουρκία έναν ενιαίο ζωτικό γεωπολιτικό χώρο.
Το τέταρτο και σημαντικότερο, τέλος, χαρακτηριστικό της νέας τουρκικής γεωπολιτικής στρατηγικής αφορά την αμφισβήτηση όχι μόνο της Συνθήκης της Λωζάννης, που υπήρξε ο αρχικός στόχος του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού, αλλά του συνόλου των διευθετήσεων του Ανατολικού Ζητήματος που επιβλήθηκαν πριν από εκατό ακριβώς χρόνια με τη Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία και ολοκληρώθηκε η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατ' ουσίαν, πρόκειται για μετεξέλιξη της θεωρίας περί «Γαλάζιας Πατρίδας». Διατυπώθηκε αρχικά από τον εν αποστρατεία ναύαρχο Τζεμ Γκιουρντενίζ. Υποστηρίχτηκε από μια μικρή αρχικά ομάδα αξιωματικών. Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 άρχισε να λειτουργεί ως συνεκτικός ιστός του βαθέος τουρκικού κράτους. Σήμερα, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται η επίσημη πολιτική του κρατούντος συνασπισμού εξουσίας.
Δεν διαπνέεται από τον θρησκευτικό φανατισμό των «Αδελφών Μουσουλμάνων», ούτε εμπεριέχει τα ανορθολογικά στοιχεία του ερντογανικού αντικεμαλισμού. Διαποτίζει, όμως, με βαθύ εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό μια νέα ιθύνουσα πολιτική τάξη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις διαιώνισης της επιθετικότητάς της ανεξάρτητα από την τύχη του σημερινού της ηγέτη.
Επιθετικότητα δεν σημαίνει αναγκαστικά στρατιωτική σύγκρουση με όμορες ή μη χώρες. Μπορεί, όμως, να σημαίνει μια μόνιμη γεωπολιτική ανασφάλεια που καμιά γερμανική προεδρία καμιάς Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν θα μπορεί να διαχειρισθεί με βιώσιμο τρόπο όσα ανταλλάγματα και αν είναι διατεθειμένη να προσφέρει.
*Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής.
Το άρθρο αυτό γράφτηκε την Πέμπτη 13 Αυγούστου και δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 15-16 Αυγούστου.