Του Αλέξανδρου Σκούρα
Με όλα τα δημοσιονομικά και οικονομικά βάσανα που βιώνουμε οι Έλληνες την τελευταία δεκαετία, είναι κατανοητό γιατί κάποιοι αντιμετωπίζουμε με ανησυχία τις εξαγγελίες των πολιτικών μας ηγετών για αλλαγές στη φορολογία και στα προγράμματα δαπανών.
Ωστόσο, ακόμη και υπό το πρίσμα αυτής της δικαιολογημένης ανησυχίας, οι πρόσφατες φορολογικές προτάσεις του Πρωθυπουργού είναι μια ευπρόσδεκτη, αν και πολύ καθυστερημένη, εξέλιξη, καθώς μπορεί να σηματοδοτήσουν το τέλος μιας εποχής που σημαδεύτηκε από εξωφρενικά ψηλούς φόρους και αρνητικές οικονομικές συνθήκες.
Στα τέλη του Οκτωβρίου, το Tax Foundation, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα τις ΗΠΑ, δημοσίευσε τον Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας (International Tax Competitiveness Index) για το 2018, ο οποίος μετρά και συγκρίνει τις φορολογικές πολιτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων των εταιρικών, ατομικών και καταναλωτικών φόρων, των φόρων επί της ιδιοκτησίας, καθώς και τη φορολογική αντιμετώπιση των κερδών που παράγονται διεθνώς.
Η κατάταξη μιας χώρας στην Δείκτη καθορίζεται από δύο παράγοντες: την ουδετερότητα, τον βαθμό δηλαδή στον οποίο το φορολογικό σύστημα ελαχιστοποιεί τις οικονομικές στρεβλώσεις, και την ανταγωνιστικότητα που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των οριακών φορολογικών συντελεστών στις εξεταζόμενες χώρες.
Η κατάταξη της Ελλάδας κοντά στο κατώτατο άκρο του Δείκτη, στην 29η θέση μεταξύ 35 χωρών, δεν αποτελεί έκπληξη. Μια ματιά στον Δείκτη καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις που προτείνει ο Πρωθυπουργός δεν επαρκούν.
Τα τελευταία χρόνια, με την ένταση του ανταγωνισμού για την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων και της επιθυμίας για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, η τάση μεταξύ των βιομηχανικών χωρών ήταν χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και ελάφρυνση των επιβαρύνσεων στο κεφάλαιο και στο εργατικό δυναμικό. Αυτό τον δρόμο οφείλει να ακολουθήσει και η Ελλάδα.
Για παράδειγμα, υπάρχει ευρεία συναίνεση ως προς το ότι ο εταιρικός φόρος είναι αυτός με τις αρνητικότερες επιπτώσεις στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ο μέσος συντελεστής εταιρικού φόρου είναι περίπου 23,9%. Ο αντίστοιχος φόρος στην Ελλάδα βρίσκεται πολύ πάνω από αυτόν τον μέσο όρο, στο 29%.
Η πρόταση Τσίπρα θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά στην μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών στο 25%. Μολονότι αυτό θα συνιστούσε βεβαίως μια κάποια πρόοδο, ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα θα συνέχιζε έτσι να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο – κάτι που δεν θα εξυπηρετούσε τον στόχο της ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, ο συντελεστής 24% του ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι ένας από τους υψηλότερους σε ολόκληρη την Ευρώπη και, λόγω των πολυάριθμων εξαιρέσεων και μειώσεων, έχει μία από τις μικρότερες καταναλωτικές βάσεις. Αυτό δημιουργεί μια σταθερή πίεση για την αύξηση των συντελεστών προκειμένου να αντιμετωπιστεί τυχόν μελλοντικό έλλειμμα στα φορολογικά έσοδα. Η μείωση του ΦΠΑ και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα έχουν θετικά αποτελέσματα ακριβώς σ' αυτά τα πεδία: θα οδηγήσουν σε σταθεροποίηση των εσόδων και στον ευρύτερο καταμερισμό μιας μικρότερης συνολικά επιβάρυνσης.
Αυτοί είναι μερικοί από τους βασικότερους λόγους που το ελληνικό φορολογικό σύστημα κατατάσσεται χαμηλά ως προς την ανταγωνιστικότητά του. Αλλά ο Δείκτης δεν φέρνει μόνο κακά νέα για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, το σύστημα φορολόγησης των ατομικών εισοδημάτων κατατάσσεται σχετικά υψηλά, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον φορολογικό συντελεστή 15% επί των μερισμάτων, ο οποίος είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στο 24%.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των διεθνών κερδών, στην Ελλάδα το 95% των μερισμάτων και κεφαλαιακών κερδών από αλλοδαπές πηγές απαλλάσσονται από φορολόγηση, καθιστώντας το φορολογικό μας σύστημα τουλάχιστον εν μέρει εδαφικό. Επιπλέον, οι ελληνικοί κανόνες για τη φορολόγηση εισοδήματος από θυγατρικές ελληνικών εταιρειών με έδρα στο εξωτερικό είναι σχετικά μετριοπαθείς και αφορούν μόνο το παθητικό εισόδημα.
Καθώς ωστόσο το δίκτυο φορολογικών συνθηκών της Ελλάδας με άλλες χώρες είναι σχετικά περιορισμένο, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα υφίστανται σε μεγαλύτερο βαθμό διπλή φορολόγηση των υπεράκτιων εσόδων τους από ό,τι οι επιχειρήσεις σε άλλες χώρες. Συνεπώς, η εικόνα της διεθνούς φορολόγησης στην Ελλάδα είναι μεικτή, με κάποια σαφώς ισχυρά σημεία και ξεκάθαρες δυνατότητες μεταρρυθμίσεων.
Καταλήγοντας, ο δρόμος που ανοίγεται για το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας είναι ξεκάθαρος. Για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά, θα πρέπει να γίνει ελκυστικότερος προορισμός για επενδύσεις κεφαλαίων και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, αυτό προϋποθέτει έναν πολύ χαμηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή.
Προϋποθέτει επίσης βελτίωση στη φορολογική αντιμετώπιση των λειτουργικών ζημιών και των επιχειρηματικών εξόδων. Τέλος, προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός περισσότερο περιορισμένου συστήματος ως προς τη διεθνή φορολόγηση. Σε ό,τι αφορά τα άτομα, προϋπόθεση για ένα ανταγωνιστικότερο φορολογικό σύστημα είναι η διόρθωση του βαρύτατου ΦΠΑ και η μείωση των επιβαρύνσεων στην εργασία και στην απασχόληση.
Φυσικά, το γεγονός ότι ο δρόμος είναι ξεκάθαρος δεν τον καθιστά αυτομάτως και εύκολο. Οι Έλληνες συνεχίζουμε να έχουμε σοβαρούς λόγους να αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό κάθε νέα δημοσιονομική ή οικονομική πολιτική, ιδίως αν αυτή συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές στο υφιστάμενο σύστημα. Αν όμως θέλουμε να ξεπεράσουμε τις σημερινές δυσκολίες και να φτάσουμε σε μια εποχή μεγαλύτερης ευημερίας και ανάπτυξης, χρειαζόμαστε ένα ανταγωνιστικότερο φορολογικό σύστημα. Τόσο απλά.