«Αυτό ήταν το σπίτι της! Το σπίτι της το αγαπημένο! Στην ορεινή Κορινθία. Αυτό που για χάρη του είχε γίνει μαραγκός, ηλεκτρολόγος, μάστορας κι εφευρέτης, επειδή στην ερημιά δύσκολα έβρισκες άνθρωπο για μικροεπισκευές. Αυτό που είχε απελπιστικά αγαπήσει, με έρωτα σχεδόν, και που είχε αναγκαστεί να πουλήσει πριν τρεις μήνες. Και τώρα να το, ολόιδιο, μα ολόιδιο, λες και κάποιο θεϊκό χέρι το είχε πάρει και το είχε ακουμπήσει εδώ. Πώς γίνεται; αναρωτήθηκε αιφνιδιασμένη. Υπάρχουν σπίτια- φαντάσματα; Σπίτια που αναζητούν εναγωνίως τον αρχικό τους ιδιοκτήτη, και δεν διστάζουν να πετάξουν πάνω από θάλασσες και βουνά προκειμένου να τον ξαναβρούν, να ξαναβρούν την ανάσα του, το χέρι που τα φρόντιζε, ν’ ακούσουν την οικεία φωνή του, να νοιώσουν τα πατήματά του στα πλακάκια τους;»
Ηρωίδες που μοιάζουν με ξωτικά, σπίτια που ακολουθούν τους ιδιοκτήτες, παράξενα παιδιά που τα φέρνει ο θεσσαλικός κάμπος ή ο χιονιάς, τόποι που ανασαίνουν με ολοζώντανους μύθους, παράξενα φυτά και βοτάνια θαυματουργά, φωτιές που ανάβουν και φωτισμένα παράθυρα, γυναίκες με την αειφυγία στο dna τους, αποσυνάγωγες και μονίμως εξόριστες από μια ζωή όπου οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ούτε τα προφανή, ήρωες που επιζούν των βιβλίων και τους ξανασυναντάμε σε άλλη και σ’ άλλη ιστορία λες και το- ένα- και- μοναδικό –μυθιστόρημα- της- ζωής μονίμως να ξαναγράφεται, είναι μόνο ελάχιστα από τα μαγικά στοιχεία που ωστόσο χτίζονται με απολύτως στέρεα και ρεαλιστικά υλικά και αποτελούν τον θαυμαστό μυθιστορηματικό κόσμο της Ευγενίας Φακίνου.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα, μια γυναίκα χωρίς μαλλιά και με ξυρισμένα φρύδια με την μανία της αεί-φυγίας την όποια έχουν συνήθως οι γυναίκες ηρωίδες της Φακίνου, προσπαθώντας να ξεπεράσει την μελαγχολία από μια πρόσφατη περιπέτεια υγείας, επιστρέφει σε ένα χωριό που είχε ξαναεπισκεφτεί προ εικοσαετίας σχεδόν στα μέσα του πουθενά. Την ίδια εποχή που όλο το χωριό βρίσκεται υπό μετακίνηση και μετακόμιση. Οι υπόγειες στοές των μεταλλείων λάβωσαν το υπέδαφος υπερβολικά και οι τοπικοί σεισμοί και οι μετακινήσεις των πετρωμάτων τους απειλούν άμεσα.
‘Ένα Παιδί, πια αγαθούτσικος ενήλικας την ξεγελά, της νοικιάζει ένα ξένο σπίτι εισπράττοντας τα ενοίκια προκαταβολικά και την ώρα που η Γυναίκα εγκαθίσταται, τους βλέπει να μπαίνουν στα πούλμαν και να φεύγουν. Εκείνη ωστόσο μένει και εκεί τους επόμενους ψυχρούς χειμωνιάτικους μήνες της συμβαίνουν και όλα τα θαυμαστά.
Κατ’ αρχάς νοικοκυρεύει μια ζωή από τα ξέφτια της, όπως ξέρει η Ευγενία Φακίνου να κάνει μοναδικά: πλέκει, μαγειρεύει, μιλά με τα ζώα και με τα φυτά, μαζεύει καρπούς, βότανα και παρατηρεί ότι κάποιος άλλος δεν θα έβλεπε καν. Γι’ αυτό και αξιώνεται να δει τον Ποιητή και τον συνοδό του εκεί στην ερημιά, κήπους που είναι νεκροταφεία, ιστορίες αλλόκοτες να συμβαίνουν σχεδόν μπροστά στα μάτια της, κοινόβια που μοιάζουν με μοναστήρια, αναγκάζεται να παραστήσει τη γιαγιά του γαμπρού σε ένα σουρεαλιστικό γάμο που θυμίζει γκροτέσκο τρελό πανηγύρι και ένα αμίλητο κοριτσάκι φτάνει ως εκείνη, η Χιονάτη, θα τηνε πει Χιονάτη γιατί θα την φέρει ο χιονιάς. Μαζί της θα ξαναψηλαφίσει τα βασικά: χρώματα, γεύσεις, αρώματα, το μαγικό και οδυνηρό της ύπαρξης και θα δούμε να ξαναζωντανεύουν σκηνές και ήρωες από τα βιβλία της, θα γνωρίσουμε τον Ρόθκο, τον Καίσαρα και την αινιγματική Αισθήρ, θα ξαναδούμε το μήλο της Χιονάτης κι ό,τι την έχει απασχολήσει και βασανίζει στις ιστορίες της, από τα φωτισμένα παράθυρα ως τις φωτιές που ανάβουν σαν μυστική προσευχή όπως στους «Εκατό δρόμους και μια νύχτα», θα ξαναθέσουμε επί συγγραφικού τάπητος τη μοναξιά και τα γηρατειά:
«Και τότε σκέφτηκε με πικρία ότι οι γέροντες δεν ορίζουν τη ζωή τους, είναι δυστυχώς εξαρτημένοι, από τα παιδιά τους, από την πρόνοια του κράτους- όση υπήρχε-, από την υγεία τους, από τις συνήθειές τους, τις εμμονές τους, νιώθουν ότι δεν έχουν πια τη δύναμη ν’ αντισταθούν σε όσα προκύπτουν, συνήθως ξαφνικά, ότι έχουν χάσει την ικανότητα να ονειρεύονται, να φαντάζονται ένα μέλλον, να κάνουν σχέδια αισιόδοξα, το μόνο που τους απομένει είναι η ελπίδα ενός τέλους ανώδυνου, ανεπαίσχυντου και ειρηνικού» [«Ζάχαρη στην άκρη»].
Σε μια ιστορία που είναι ζωή και παρένθεση, φυγή και ψευδαίσθηση, μαγεία που δεν την βλέπουμε ή δεν την προσέχουμε παρ’ ότι την συναντάμε καθημερινά. Διότι η Ευγενία Φακίνου αυτό ακριβώς κάνει: έχει την ικανότητα να αντικρίζει τα μαγικά και να μας τα παρουσιάζει σε ένα δικό της Σύμπαν με σουρεαλιστικές αφηγήσεις αλλά στέρεα υλικά.
Αν προσπαθήσει κάποιος να κατατάξει τα «Γράμματα της Χιονάτης» το πιο πιθανό είναι να μη καταλήξει πουθενά. Με κεντρικούς άξονες την οδύνη και την μαγεία, την ύπαρξη και το όνειρο, τη δημιουργία και το θάνατο, η συγγραφέας στο καινούργιο βιβλίο της θα μας συστήσει τη δική της και την δική μας Χιονάτη, γιατί η Χιονάτη υπάρχει, και θα μας ξαναδείξει τον δρόμο, τον τόπο, θα μας ξαναδώσει τον τρόπο να αντικρίσουμε μαζί της αυτά τα απίθανα- πιθανά.
Θα πρέπει, επίσης, στο καινούργιο βιβλίο της να επισημάνουμε και τα εξής δυο σημαντικά: το εξαίσια προσωπικό πικρό χιούμορ της συγγραφέως (ειδικά στον γάμο) και τα πολλά γενναιόδωρα αυτοβιογραφικά στοιχεία (αναμνήσεις απ’ «όταν ήρθαν τα ηλεκτρικά» της δικής της μαμάς και της δικής της παιδικής μοναξιάς).
Εξαιρετική συγγραφική στιγμή της Φακίνου. Ενδεχομένως και μια φιλοσοφική μελέτη θανάτου μέσα από τα παραμύθια: ένα γκροτέσκο μαύρο παραμύθι που μας μαθαίνει ξανά το μαγικό της ζωής και την απειλητική σκιά του θανάτου απαλά- απαλά, σχεδόν παρηγορητικά.
* Ευγενία Φακίνου «Γράμματα στη Χιονάτη», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 220