Από την εποχή (1937-1945) που ο Καρλ Πόππερ έγραψε την «Ανοιχτή Κοινωνία», το ευαγγέλιο αυτό του φιλοσοφικού και επιστημολογικού φιλελευθερισμού, ο πολιτικός χρόνος κυλά ανακυκλώνοντας την ιδεολογική αντίθεση μεταξύ ανοιχτών και κλειστών συστημάτων σκέψης, οργάνωσης και λειτουργίας ως κυρίαρχης διαχωριστικής αντίθεσης ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
Καθόλου συμπτωματικά η αντίθεση αυτή μεταμορφώθηκε στη μεταψυχροπολεμική εποχή σε σύγκρουση πολιτισμών με τον Σάμιουελ Χάντινγκτον να την μεταφράζει στο ομώνυμο βιβλίο του με όρους γεωπολιτικής σύγκρουσης μιλώντας για έναν ανασχηματισμό του παγκόσμιου συστήματος με σφαίρες επιρροής που θα καθορίζονται ανάλογα με την πολιτισμική ταυτότητα των διεθνώς δρώντων παιχτών.
Είχε προηγηθεί μια κατά πολύ βαθύτερη οντολογικά και ανθρωπολογικά αντίθεση. Ήταν αυτή που είχε αναδειχτεί μέσα από την εθνολογική μελέτη των "πρωτόγονων" φυλών φέρνοντας στο φως τη διαφορετική σχέση των κοινωνιών τους με τον χρόνο.
Επρόκειτο για τη μεγάλη "ανακάλυψη" του στρουκτουραλισμού, με την οποία ο περίφημος Κλωντ-Λεβύ Στρως ανέτρεψε πολλές από τις υποθέσεις εργασίας πάνω στις οποίες βασίζονταν πριν από αυτόν οι περισσότεροι κλάδοι των κοινωνικών επιστημών. Διακρίνοντας τους κοινωνικούς σχηματισμούς σε "ψυχρούς" και "θερμούς" κατέρριψε την κρατούσα αντίληψη για τις σχέσεις των ανθρώπων με τον ιστορικό χρόνο.
Με τις "ψυχρές κοινωνίες" να παραμένουν αναλλοίωτες από τον χρόνο αδιαφορώντας για την ιστορία τους ως εξελικτικής πορείας και τη σημασία της. Και τις "θερμές κοινωνίες" να εξελίσσονται προοδευτικά αποκομίζοντας και αξιοποιώντας ένα γνωστικό κεφάλαιο προερχόμενο από την εκλογίκευση των διαχρονικών εμπειριών τους. Οι πρώτες κοινωνίες έχουν ιστορία. Οι δεύτερες δεν "θέλουν" να έχουν. Αναπαράγονται επαναλαμβάνοντας τον εαυτό τους, τις παραδόσεις τους, τα αρχέτυπά τους χωρίς να αλλάζουν οποιαδήποτε από τις λειτουργίες και τις συμπεριφορές τους μαθαίνοντας από τα διδάγματα της ιστορίας τους
Από αυτές τις "ψυχρές κοινωνίες" δεν υπάρχουν σήμερα παρά μόνον κάποιες που βρίσκονται υπό εξαφάνιση. Οι υπόλοιπες εξαφανίστηκαν ερχόμενες σε επαφή με τον "πολιτισμό". Για την ακρίβεια εξαϋλώθηκαν μετά την ανακάλυψή τους από τους μεγάλους Ευρωπαίους θαλασσοπόρους. Ακολούθησαν οι conquistadores και οι φυλές χωρίς Ιστορία έγιναν μέρος της ιστορίας της αποικιοκρατίας.
Αυτής που σήμερα ξαναβρίσκεται, παρά ή/και εξ αιτίας της πανδημίας, στην ημερήσια διάταξη των δημοσίων συζητήσεων σε Ευρώπη και Αμερική. Και ειδικά στη Γαλλία όπου βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων που προκάλεσαν οι επιθέσεις κυβερνητικών αξιωματούχων εναντίον των "σλαμοαριστεριστών" και η επίσημη αναγνώριση από τον Πρόεδρο Μακρόν του βασανισμού και της θανάτωσης από τον γαλλικό στρατό επώνυμου στελέχους του Αλγερίνικου Εθνικοαπαλευθερωτικού Κινήματος κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας (1957-1962).
Βέβαια η συζήτηση που γίνεται σήμερα στην Γαλλία είναι στην πραγματικότητα μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και είκοσι χρόνια με την κρίση εθνικής ταυτότητας που προκάλεσε η μαζική μετανάστευση και η πολυπολιτισμικότητα. Κορυφώθηκε με αφορμή την εξέγερση των υποβαθμισμένων λαϊκών συνοικιών της περιφέρειας της γαλλικής πρωτεύουσας και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων το 2005. Και επανέρχεται τώρα που ο φόβος της τρομοκρατίας έχει παραχωρήσει τη θέση του στις "ενοχες" που δημιουργούν οι "μετα-αποικιακές" σπουδές στα αγγλοσαξωνικά και γαλλικά πανεπιστήμια όπου το Ισλάμ αντιμετωπίζεται ως η θρησκεία των μη προνομιούχων.
Στο θέμα θα επανέλθουμε. Αλλά, όπως και να έχει -και πράγματι έχει πολλές όψεις- το ζήτημα είναι ότι υπάρχουν πάντα έθνη των οποίων οι σχέσεις με την Ιστορία (τους) διαφέρουν. Και διαφέρουν ουσιωδώς. Όπως διαφέρουν, για παράδειγμα, ουσιωδώς οι Αμερικανοί από τους Ευρωπαίους. Ή όπως διαφέρουν εξ ίσου ουσιωδώς τα διάφορα ευρωπαϊκά έθνη μεταξύ τους. Πολύ δε περισσότερο αν ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες φύλων και λαών.
Άλλωστε τα γνωστά ανέκδοτα με το τι συμβαίνει όταν π.χ. πέφτει στη ζούγκλα ένα αεροπλάνο με διαφορετικής εθνικότητας επιβάτες ούτε τυχαία είναι ούτε μόνον κωμικά. Αν εξαιρέσει κανείς το ότι ο πιο έξυπνος είναι πάντα ο Έλληνας, κατά τα άλλα ουδείς στην πραγματικότητα αμφισβητεί ότι τα κοινά σημεία μεταξύ ομοεθνών και ομοφύλων είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούν να υπάρξουν μεταξύ αλλοεθνών και αλλοφύλων. Ακόμα και αν κατοικούν στην ίδια Ήπειρο. Πολύ δε περισσότερο αν είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικές Ηπείρους, που όμως η Ιστορία άλλοτε ενώνει και άλλοτε χωρίζει. Όπως συνέβη επανειλημμένα και με την ελληνική και με την οθωμανική Ιστορία.
Και είναι αλήθεια ότι αν σήμερα η Τουρκία του Ερντογάν ζει με την φαντασίωση της ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ελλάδα ποτέ δεν έπαψε να ζει επίσης με το απωθημένο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Άλλοτε το έφερνε στην επιφάνεια μετατρέποντάς το σε Μεγάλη Εθνική Ιδέα. Άλλοτε το έθαβε στο συλλογικό υποσυνείδητο παρέα με τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Ποτέ, όμως, μέχρι και σήμερα που υποτίθεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει προσανατολιστεί οριστικά στην ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έπαψαν οι αναφορές στο βυζαντινό παράδειγμα να διεγείρουν την εθνική φαντασία είτε ως πολιτιστικό πρότυπο είτε ως αξεπέραστο υπόδειγμα οργάνωσης ενός παγκόσμιου συστήματος
Ο Χρήστος Γιανναράς, για παράδειγμα, θεωρεί ότι οι "δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι" ζουν ακόμα με τον εφιάλτη της αναβίωσης του "χλευαστικώς λεγόμενου 'Βυζαντίου'". Ενώ ο Παναγιώτης Ήφαιστος επιμένει στην υπεράσπιση της αναγόμενης στην "μετακρατοκεντρική Βυζαντινή Οικουμένη" ιδιοπροσωπία του ελληνισμού ελληνικότητα
Το σίγουρο πάντως είναι ότι βρισκόμαστε ακόμα πολύ μακριά από την επαλήθευση του ευρωπαϊκού πειράματος μιας πολιτικής Ένωσης στην οποία οι χώρες διατηρούν την γλώσσα, την εθνική τους ταυτότητα, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους και ταυτόχρονα επιτυγχάνουν την ώσμωση, την αλληλοκατανόηση και την αλληλεπίδραση.
Βρισκόμαστε δε ακόμα πιο μακρυά από μια αντιπαράθεση μεταξύ ανοιχτών και κλειστών κοινωνιών με μοναδικό διακύβευμα την χάραξη μιας νέας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις πολιτικές φιλοσοφίες και ιδεολογίες που θα αναδυθούν από την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τις σε εξέλιξη ευρισκόμενες γεωπολιτικές μετατοπίσεις.
Μέχρι να φτάσουμε εκεί η Ιστορία θα παίζει τον δικό της ρόλο. Και εν τω μεταξύ η πιο καίρια διάκριση θα παραμένει πάντα αυτή που διαχωρίζει τους λαούς σε αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται μέσα από την εχθρότητα προς τους άλλους και αυτούς που πιστεύουν στον εαυτό τους χαράζοντας την πορεία τους με αυτοπεποίθηση. Πράγμα, βέβαια, που προϋποθέτει την ανάλογη σχέση με την ιστορία τους.
Με μια δήλωση-έκπληξη στο Μega ο Φετουλάχ Γκιουλέν μας θύμισε χθες ότι Ελλάδα και Τουρκία είναι δυο έθνη που «για μια περίοδο θεωρούνταν αδέλφια. Κάποιοι, ακολουθώντας λάθος τακτικές και στρατηγικές, μας χώρισαν από φίλους και συνοδοιπόρους. Ίσως μια μέρα αυτοί οι άνθρωποι να συγκεντρωθούν πάλι όλοι μαζί».
Είναι δήλωση ενδεικτική μιας πολύ διαφορετικής του Ερντογάν σχέσης με την Ιστορία.
Μένει να αποδειχθεί ποια είναι η πιο αντιπροσωπευτική και η πιο αυθεντική.