Χρονιάρα ημέρα σήμερα είπα να της αφιερώσω μερικές σκέψεις. Kυρίως αυτές που μου έρχονται ενόψει της σημερινής - σημαδιακής άραγε; - σύμπτωσης του εορτασμού των διακοσίων ετών από την Εθνική Πλιγγενεσία με τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην κορυφή της ατζέντας του οποίου θα βρεθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις.
Κανείς, βέβαια, δεν αναμένει να δει εκεί να υψώνονται τα λάβαρα της Επανάστασης του '21. Ούτε τον Μητσοτάκη να εμφανίζεται με φουστανέλα. Και να το ήθελε, η τηλεδιάσκεψη δεν προσφέρεται για μια τέτοια παράσταση. Αυτήν άλλωστε ούτως ή άλλως θα την κλέψει ο Μπάιντεν. Άλλη σύμπτωση και αυτή να εμφανίζεται 25η Μαρτίου ανήμερα σε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αμερικανός Πρόεδρος για πρώτη φορά από το 2009.
Να όμως ένας λόγος παραπάνω να ξεκαθαρίσει η ελληνική πλευρά το πώς εννοεί τη δική της σχέση με την Τουρκία και τη δική της θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί αν κάτι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε είναι ότι η δική της και της Κύπρου η εθνική κυριαρχία είναι που διακυβεύεται διακόσια χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα για την Εθνική της Ανεξαρτησία. Εξ άλλου το διάστημα είναι αρκετό για να βγάλει τα συμπεράσματά της τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις των εταίρων της για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ενόψει των κινδύνων που στο κάτω κάτω δεν διατρέχει μόνον η ίδια.
Ανάμεσά τους σχεδόν μόνον οι Γάλλοι, και όχι τυχαία βέβαια, δείχνουν με καθαρότητα να τους συναισθάνονται. Φάνηκε, εξάλλου, και πάλι αυτό χθες τόσο από το μήνυμα της "αδελφής Γαλλίας", που μετέφερε στο χθεσινό επετειακό δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο η Γαλλίδα Υπουργός Άμυνας Φλοράνς Παρλί, όσο και από τις χθεσινές τηλεοπτικές δηλώσεις του ίδιου του Προέδρου Μακρόν που, μεταξύ άλλων, μίλησε και για τον κίνδυνο τουρκικών παρεμβάσεων στις φετινές περιφερειακές και προφανώς και τις προσεχείς προεδρικές εκλογές στην Γαλλία.
Όπως επίσης φάνηκε και ποιες παραμένουν οι διαθέσεις/προθέσεις του Βερολίνου και των δορυφόρων του από το κείμενο που παρουσιάστηκε χθες ως προτεινόμενο προσχέδιο των αποφάσεων του σημερινού Συμβουλίου. Μένει τώρα να φανεί αν και τι θα αλλάξει. Τι, με άλλα λόγια, έχει απομείνει από τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό του προπερασμένου αιώνα.
Στον φιλελληνισμό που ενέπνευσε την εποχή του αγώνα της για την Ανεξαρτησία η Ελλάδα αναμφίβολα οφείλει την ύπαρξή της. Κακά τα ψέμματα. Χωρίς τη ναυμαχία του Ναυαρίνου η ελληνική επανάσταση θα είχε πνιγεί στο αίμα των εμφύλιων σπαραγμών, που έκτοτε αποτελούν ροπή της ιστορίας της.
Δεν ήταν βέβαια μόνον από φιλελληνισμό και αλληλεγγύη που οι σύμμαχοι στη ναυμαχία του Ναυαρίνου έσπευσαν να σώσουν την ελληνική επανάσταση. Το έκαναν κυρίως διότι είχε έρθει η ώρα να τελειώνουν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενθαρρύνοντας τα εθνικά κινήματα των Βαλκανικών λαών της εποχής.
Πλην όμως αυτήν την Αυτοκρατορία ο Ερντογάν δεν κρύβει ότι επιδιώκει τώρα να ανασυστήσει αναβιώνοντας μάλιστα την ιδέα του πανισλαμισμού ως της μεγάλης ιδέας με την οποία ελπίζει να συσπειρώσει την εσωτερική κοινή γνώμη της Τουρκίας και ταυτόχρονα να ενοποιήσει υπό την ηγεμονία της το σύνολο, αν όχι όλου του μουσουλμανικού, τουλάχιστον του τουρκόφωνου κόσμου.
Παλιά ιδέα, βέβαια, αφού υπήρξε η κεντρική με την οποία οι Οθωμανοί διαπραγματεύονταν τη θέση τους και στο τότε ραγδαία μεταβαλλόμενο, παγκοσμιοποιούμενο, θα λέγαμε σήμερα, και διαρκώς ανταγωνιστικότερο διεθνές περιβάλλον των τελευταίων δεκαετιών της αυτοκρατορίας τους.
Τότε την πρόβαλαν για να εμφυσήσουν ένα πνεύμα ενότητας μεταξύ των σουνιτικών πληθυσμών της Ανατολίας και των αραβικών επαρχιών της αυτοκρατορίας σε μια προσπάθεια αποτροπής της επερχόμενης αποσύνθεσής της (βλ. σχετικά την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Πάνου Κουργιώτη "Η πολιτική σημασία του Ισλάμ στο ύστερο Οθωμανικό Κράτος: ο Πανισλαμισμός και η πρόσληψή του από τους Άραβες" στα Βαλκανικά σύμμεικτα, τεύχος 17 του 2015).
Τώρα ο ισλαμοεθνικιστικός συνασπισμός που κυβερνά την Τουρκία την επαναφέρει οθωμανοποιώντας την εξωτερική πολιτική της με στόχο να οικοδομήσει πάνω στη βάση της πίστης στη σουνιτική ενότητα τις συμμαχίες των προθύμων που χρειάζεται για να συνδράμουν τα σχέδιά της για την αύξηση της ισχύος της ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης και για την επιβολή της επικυριαρχίας της στην ευρύτατη γαιωστρατηγική ακτίνα που καλύπτει την περιοχή από τον Καύκασο και την Νότια Ρωσία μέχρι την Ινδία, την Νοτιοανατολική Ασία και την Κεντρική Αφρική.
Τους στόχους του ο Ερντογάν τους έχει περιγράψει επανειλημμένα και με σαφήνεια. Δεν χρειάζεται μαντική ικανότητα για να γίνουν αντιληπτοί ως μείζονα απειλή για την ασφάλεια όχι μόνον της εγγύς περιοχής, αλλά και της Ευρώπης συνολικά. Ειδικά εκεί όπου το μεταναστευτικό εργαλειοποιείται, όχι μόνον ως μέσο εκβιασμού των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και ως ιμάντας μεταφοράς του "ιερού πολέμου" των φανατικών φονταμανταλιστών του Ισλάμ στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα προγεφυρώματα που δημιουργούνται με τους μεταφερόμενους από την Τουρκία τζιχαντιστές εντός των μουσουλμανικών πληθυσμών της Βόρειας και της Κεντρικής Αφρικής, της κοντινότερης Λιβύης συμπεριλαμβανομένης.
Ούτε αυτό το έχει κρύψει ο Έρντογάν. Ούτε αποτελεί για κανέναν μυστικό. Ούτε πρόκειται για μια στρατηγική που θα μεταβληθεί ανάλογα με τις εξελίξεις είτε των ελληνοτουρκικών, είτε των ευρωτουρκικών, είτε των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Όπως δεν θα μεταβληθεί και η στρατηγική με την οποία συστηματικά επεκτείνεται το "μουσουλμανικό τόξο" στα Βαλκάνια.
Εξάλλου ανάμεσα στους πρόθυμους συμμάχους του Ερντογάν το ρόλο του πολιορκητικού κριού έχουν πάντα οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Συνεχίζουν το έργο που άρχισαν από την δεκαετία του 1930 - 1940 εξάγοντας τον ισλαμικό φονταμανταλισμό και τον τρόπο της οργάνωσής τους στους μουσουλμάνους της Αλγερίας, της Παλαιστίνης, της Ινδίας και της Ινδονησίας.
Από το 2002 οι επιχειρήσεις τους ενορχηστρώνονται από τους ιθύνοντες του βαθέως τουρκικού κράτους και του κυβερνώντος ΑΚP. Δεν πρόκειται άρα για αιφνίδια ιδεολογική μεταταστροφή του κόμματος του Ερντογάν μετά το πραξικόπημα του 2016. Πρόκειται για την ιδεολογική συνέχεια ενός κόμματος που γεννήθηκε από τη μήτρα του ισλαμικού κόμματος του Ερμπακάν τον οποίο οι Κεμαλικοί στρατηγοί ανέτρεψαν για να διασώσουν τον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Είναι η διαχρονική ιδεολογική σταθερά του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Αντιπροσωπεύει μια παραλλαγή του πολιτικού Ισλάμ οι ρίζες του οποίου ανάγονται στον Οθωμανισμό του τέλους του 19ου αιώνα, οπότε και άρχισε να διαμορφώνεται ο τουρκικός εθνικισμός.
Σε πρώτη φάση κατά τα πρότυπα του γερμανικού πανγερμανισμού. Στη συνέχεια κατά τα πρότυπα του 2ου Ράιχ του Μπίσμαρκ, του κράτους- αρχέτυπου του ανατολικοευρωπαϊκού «εθνοτικού» εθνικισμού που έγινε το πρότυπο των νεότουρκων σε αντίθεση με το κράτος-αρχέτυπο του δυτικοευρωπαϊκού «εδαφικού» εθνικισμού, που ήταν η Γαλλία.
Εξ ου και οι βαθιές ρίζες που έχουν οι επαναλαμβανόμενες επιθέσεις του Ερντογάν στον Πρόεδρο Μακρόν. Όπως και οι εκλεκτικές του συγγένειες με τη Γερμανία.
Δυστυχώς από τις τρεις μεγάλες και "προστάτιδες" συμμαχικές δυνάμεις στον αγώνα για την Ελληνικής Ανεξαρτησίας μόνον η Γαλλία βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ρωσία έχει τραβήξει τον δικό της δρόμο μετά την επανάσταση του 1917. Αν και καλόν είναι στο πίσω μέρος του μυαλού να υπάρχει πάντα ότι από τον δικό της Κριμαϊκό πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησε η διάλυση της τελευταίας. Και πιθανότατα από ένα νεότερο Κριμαϊκό πόλεμο στο πάντα ανοιχτό Ουκρανικό μέτωπο να δοθεί τέλος και στο ρωσοτουρκικό ειδύλλιο. Οι προειδοποιητικές βολές έχουν και πάλι αρχίσει να έρχονται από την τουρκοσυριακή μεθώριο. Στη δε Λιβύη η ρωσοτουρκική αντιπαράθεση συνεχίζεται. Σε κάθε περίπτωση υποθέτω ότι, όπως οι Αμερικανοί, έτσι και οι Ρώσοι δεν πρόκειται να αφήσουν στην Τουρκία πολλά περιθώρια ελιγμών ηγεμονικού χαρακτήρα σε μια εποχή μάλιστα που όλα δείχνουν επιστροφή σε ένα διπολικό και ίσως συγκρουσιακό παγκόσμιο σύστημα.
Η Μεγάλη Βρετανία επέλεξε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και πλέον ετοιμάζεται να ενισχύσει εντατικά τη διεθνή της θέση. Πολύ περισσότερο που στην πραγματικότητα πάντοτε ένιωθε υπερήφανη για τη νησιωτικότητά της και ουδέποτε θέλησε να χάσει την αυτονομία που της χάρισε η γεωγραφία της. Πολύ δε λιγότερο προς χάριν μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης για την επιτυχία της οποίας εξαρχής αμφέβαλε. Και σίγουρα δεν την ήθελε να είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της ηπειρωτικής πρωτοκαθεδρίας και της γερμανικής επικυριαρχίας. Ήταν πάντα καχύποπτη, αν όχι εχθρική, απέναντι στο ρόλο που η Γερμανία φιλοδοξούσε να παίξει στην Γηραιά Ήπειρο και όχι μόνον. Από την εποχή που ο Ναπολέοντας διάλυσε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους και είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ο σύγχρονος γερμανικός εθνικισμός μέχρι που με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ εγκαινιάστηκε η γερμανοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Από τις προ διακοσίων ετών μεγάλες δυνάμεις, λοιπόν, η Γερμανία είναι η μόνη στην οποία η Ελλάδα δεν χρωστάει τίποτα. Ίσως όμως γιαυτό να της οφείλει την υπόμνηση ότι ανήκει σε μια Ένωση η ιστορία της οποίας σφραγίστηκε και από το διεθνές γεγονός που υπήρξε η ελληνική και πρώτη επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτήν που οι διαχρονικοί προστατευόμενοί της διακηρύσσουν σήμερα ότι θέλουν να αναβιώσουν. Όσο αδιάφορο κι αν είναι αυτό για τα γερμανικά συμφέροντα, άλλο τόσο προκλητικό είναι για την ταυτότητα της Ένωσης στην οποία θέλει να ηγείται. Κυρίως διότι αν η ευρωπαϊκή ταυτότητα συνεχίσει να προσδιορίζεται από τους συμφεροντολογικούς εθνικισμούς, δεν πρόκειται να γεννήσει ποτέ έναν ευρωπαϊκό πατριωτισμό.