Του Αλέξανδρου Σκούρα
Η ώρα του πρωθυπουργού, την περασμένη εβδομάδα, στιγματίστηκε από τις βαριές κατηγορίες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον πρωθυπουργό σχετικά με την τροποποίηση του ποινικού κώδικα που προβλέπει ότι οι περιουσίες των υπόπτων για οικονομικά εγκλήματα θα αποδεσμεύονται με την πάροδο 18 μηνών εφόσον δεν έχουν τεθεί σε δίκη. Πρόκειται για την ίδια υπόθεση που δημοσίευσαν οι Financial Times πριν λίγες μέρες και έκανε τον γύρο των ειδήσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Τι δουλειά έχει αυτή η τροποποίηση με τη διάσημη σειρά του Netflix που ακούει στο όνομα Casa de Papel; Στη σειρά αυτή μία καλά οργανωμένη ομάδα ληστών μπαίνει στο νομισματοκοπείο της Ισπανίας με σκοπό να τυπώσει κάποια δις και να δραπετεύσει. Ένα βασικό στοιχείο του πλάνου της είναι το να μεταμφιεστούν, τόσο τα μέλη της σπείρας όσο και οι δεκάδες όμηροι που κρατούν μέσα στο νομισματοκοπείο, με την ίδια αμφίεση. Φορώντας την ίδια αμφίεση είναι αδύνατο στην αστυνομία, τα κανάλια και τους πολίτες να διακρίνουν τα θύματα από τους θύτες. Έτσι, οι εγκληματίες κερδίζουν χρόνο και ευχέρεια κινήσεων μέσα στο νομισματοκοπείο καθώς οι δεκάδες αστυνομικοί, οι ελεύθεροι σκοπευτές και η αντιτρομοκρατική δεν ξεκινά κάποια αντεπίθεση από φόβο μήπως προκαλέσει τραυματισμό ή και θάνατο κάποιου αθώου.
Στην περίπτωση του ποινικού κώδικα κάτι ανάλογο ισχύει. Σαφώς και υπάρχουν εγκληματίες με «λευκά κολάρα» τους οποίους η δικαιοσύνη οφείλει να εντοπίσει και να δικάσει. Σαφώς, όμως, υπάρχουν και άνθρωποι που απλώς βρέθηκαν να θεωρούνται ύποπτοι για οικονομικά εγκλήματα χωρίς να έχουν πράξει κάτι τέτοιο. Το μέτρο της κυβέρνησης, παρά την αντιδημοφιλία του, είναι απόλυτα σωστό. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες υπάρχουν κάποιες απαράβατες αρχές που αν τις εγκαταλείψουμε ανοίγουμε μόνοι μας το δρόμο προς την απολυταρχία και η τροποποίηση του ποινικού κώδικα δεν είναι κακή αλλά από πολλές απόψεις ήταν απαραίτητη.
Η σημαντικότερη αρχή, σε ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη, είναι το τεκμήριο της αθωότητας: ότι όλοι είναι αθώοι μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το ότι ένας συμπολίτης μας βρέθηκε σε μία οποιαδήποτε λίστα υπόπτων της αστυνομίας ή των δικαστικών αρχών, είτε η λίστα αφορά οικονομικά εγκλήματα, είτε αφορά την τρομοκρατία, είτε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι ο συμπολίτης μας είναι ένοχος. Για να κριθεί ένοχος πρέπει να προηγηθεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη διαδικασία που καταλήγει σε μία δίκαιη δίκη και μία δίκαιη ποινή. Μέχρι τώρα, οποιοσδήποτε έμπαινε σε μία τέτοια λίστα στιγματίζεται ως εγκληματίας πράγμα που αποδεικνύεται και από τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού κ. Τσίπρα, ο οποίος στη βουλή είπε ότι «είναι ντροπή η κυβέρνηση να μιλάει για νόμο και για τάξη απέναντι στους ανήμπορους και την ίδια στιγμή να παραβιάζει τον νόμο και την τάξη για τους μεγάλους και τους ισχυρούς, για τους μπαχαλάκηδες με τα κουστούμια και τις γραβάτες που κλέβουν το Δημόσιο και περνούν ζωή χαρισάμενη στο εξωτερικό εις υγείαν των κορόιδων».
Η δεύτερη αρχή έχει να κάνει με την υποχρέωση της πολιτείας όχι μόνο σε μία δίκαιη αλλά και γρήγορη δίκη. Στην αγγλοσαξονική νομική κουλτούρα υπάρχει ένα πολύ γνωστό ρητό που λέει ότι «η καθυστερημένη δικαιοσύνη είναι απαρνημένη δικαιοσύνη». Στην περίπτωση των υπόπτων για οικονομικά εγκλήματα, που ξαναλέω πως περιλαμβάνουν και πραγματικούς εγκληματίες με λευκά κολάρα, ο ποινικός κώδικας δεν περιόριζε χρονικά το διάστημα κατά το οποίο το κράτος μπορούσε να παγώσει τα περιουσιακά τους στοιχεία. Εάν συμπεριλάβουμε στην εξίσωση και τις γνωστές, τραγικές κατά πολλούς, καθυστερήσεις του δικαστικού μας συστήματος, πριν την τροποποίηση του ποινικού κώδικα, αρκετοί αθώοι θα μπορούσαν να υποστούν οικονομική καταστροφή μέχρι η περίπτωσή τους να κριθεί στα δικαστήρια μετά από μία πενταετία.
Το τεκμήριο της αθωότητας, ότι δηλαδή είμαστε αθώοι μέχρι να κριθούμε από τη δικαιοσύνη ένοχοι, επιβάλλει να μπαίνουν χρονικοί περιορισμοί στην κατάσχεση ή το πάγωμα της περιουσίας μας, όπως ακριβώς μπαίνουν χρονικοί περιορισμοί στις προφυλακίσεις. Βέβαια, αφού η κυβέρνηση αποκατέστησε αυτή την αδικία, οφείλει να μεταρρυθμίσει και το δικαστικό σύστημα ώστε μέσα στους 18 μήνες που ορίζει ο νέος ποινικός κώδικας, να δικάζονται όλες οι υποθέσεις και να μην ξεγλιστρούν από τα δίχτυα των δικαστικών αρχών οι εγκληματίες, όπως έκαναν οι ληστές του Casa de Papel.