Tου Αλέξανδρου Σκούρα
Η ψήφος στις ευρωεκλογές είναι παραδοσιακά χαλαρή. Οι Έλληνες (και όχι μόνο) ψηφοφόροι, έχοντας την εν μέρει δικαιολογημένη αίσθηση απόστασης από τις Βρυξέλλες, δεν δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο καθαυτό διακύβευμα των ευρωεκλογών αλλά αντίθετα τις χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τις κομματικές προτιμήσεις τους σε εθνικό επίπεδο.
Πρόκειται περί μίας σημαντικής αποτυχίας τόσο των εγχώριων όσο και των Ευρωπαίων πολιτικών αυτό το φαινόμενο.
Η αποσύνδεση των Ελλήνων ψηφοφόρων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν φαίνεται μόνο από τη χαλαρή ψήφο, την αδιαφορία ή την γενική άγνοια για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας της Ε.Ε., αλλά και από το Ευρωβαρόμετρο του Οκτωβρίου του 2018 που καταγράφει το 68% των συμπολιτών μας να δηλώνουν ότι αισθάνονται λίγο ή καθόλου συνδεδεμένη με την Ε.Ε.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, συνδυασμένο με την προεκλογική περίοδο που έχει ξεκινήσει εδώ και λίγους μήνες στην εθνική μας πολιτική σκηνή, θα κληθούμε τον Μάιο να εκλέξουμε τους νέους αντιπροσώπους μας στις Βρυξέλλες μαζί με τα υπόλοιπα κράτη της Ένωσης. Το διακύβευμα των εκλογών αυτών, σε Ελλάδα και Ευρώπη, δεν μπορεί να είναι άλλο από την ήττα του λαϊκισμού και ιδιαίτερα αυτού που προέρχεται από τη δεξιά.
Η στοχοποίηση του δεξιού λαϊκισμού δεν γίνεται επειδή είναι περισσότερο επιβλαβής από τον αριστερό, κάθε άλλο θα έλεγα, αλλά επειδή το συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια σε άνοδο. Για του λόγου το αληθές, το think tank Timbro, που είναι κάτι αντίστοιχο με τον ΣΕΒ της Σουηδίας, έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια να δημοσιεύει τον Δείκτη Απολυταρχικού Λαϊκισμού, τον μοναδικό δείκτη που αναλύει σε βάθος το σημαντικό αυτό φαινόμενο. Σύμφωνα με το Timbro, η άνοδος του λαϊκισμού σε εθνικό επίπεδο συνεχίζεται ανά την Ευρώπη με τα λαϊκιστικά κόμματα (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κυβέρνησή μας) να σημειώνουν τεράστια αύξηση βουλευτικής επιρροής σε σχέση με το 2008.
Η επίδραση του λαϊκισμού στις Βρυξέλλες δεν είναι αστεία υπόθεση. Από το Brexit και την παρουσία του Orban στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα μέχρι την απαράδεκτη στάση της αριστεράς στα εγκλήματα του Μαδούρο στη Βενεζουέλα, η ψήφος στον λαϊκισμό έχει πολύ σοβαρές προεκτάσεις. Η όποια σταθερότητα υπήρξε μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου σε ολόκληρη την Ήπειρο έγινε εφικτή επειδή οι εθνικιστικές τάσεις των Ευρωπαίων μετριάστηκαν δραματικά προκειμένου να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Παράλληλα όμως, οι άνθρωποι που στελεχώνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση πιάστηκαν τελείως απροετοίμαστοι κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και στις επακόλουθες δημοσιονομικές ή οικονομικές κρίσεις που έπληξαν μεμονωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία.
Σήμερα στην Ευρώπη επικρατεί μία σχετική ηρεμία. Η οικονομία μπορεί να μην μεγαλώνει όσο θα θέλαμε αλλά τουλάχιστον δεν βρισκόμαστε σε κρίση. Η ανεργία σε όλη την Ευρώπη υποχωρεί και η προσφυγική κρίση είναι πολύ λιγότερο έντονη από ότι ήταν πριν 3 χρόνια. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η επανάπαυση και η ψήφος διαμαρτυρίας. Ας ευχηθούμε ότι οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις που προωθούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είτε προέρχονται από την αριστερά είτε από την δεξιά, δεν θα πέσουν στις παγίδες των λαϊκιστών και θα επιτύχουν μία πολυαναμενόμενη νίκη έναντι των απανταχού λαϊκιστών.