Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στο τελευταίο κείμενο της προηγούμενης χρονιάς, λέγαμε πόσο απαραίτητο είναι να μελετά κανείς ιστορία —για την ακρίβεια, το προτείναμε και σαν στόχο για το 2020, και μάλιστα από αυτούς που δεν θα έπρεπε κανείς να εγκαταλείψει μαζί με τους υπόλοιπους, τους «συνήθεις υπόπτους», μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου…—, καθώς, πέραν όλων των άλλων, έχουμε την εντύπωση πως οι γνώσεις των περισσοτέρων μας ακόμη και για την ιστορία του ίδιου μας του τόπου είναι μάλλον ελλιπείς, για να το θέσουμε μετριοπαθώς.
Για να είναι κανείς σε θέση να μελετά, να αναλύει και να ερμηνεύει με ενάργεια το σήμερα, και ακολούθως να παίρνει θέση, δηλαδή να τοποθετεί τον ίδιο του τον εαυτό πάνω, και όχι μέσα, στο κύμα της ιστορίας, απαιτείται μία κατά το δυνατόν γερή και καλά οργανωμένη βάση, ένα συντεταγμένο, «δομικό» πλαίσιο: προϋποτίθενται δηλαδή γνώσεις και εργαλεία που μόνο η μελέτη της ιστορίας μπορεί να σου προσφέρει.
Διαβάζοντας τη φράση «την ιστορία του ίδιου μας του τόπου», αυτοί που μας γνωρίζουν έστω και λίγο ξέρουν πως δεν εννοούμε βέβαια μόνο τον ελλαδικό χώρο. Αλλά ούτε και μία συγκεκριμένη, ξεκομμένη περίοδο. Εδώ, εννοούμε ξεκάθαρα την Ευρώπη, την Ευρώπη μάλιστα στη «διαχρονία» της. Εξ ου και το εγχειρίδιο «Μια σύντομη ιστορία της Ευρώπης: Από τον Περικλή στον Πούτιν» του Βρετανού συγγραφέα, δημοσιογράφου και επί χρόνια Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Προστασίας Αρχαιοτήτων Simon Jenkins (μετάφραση Δημήτριος Π. Σταυρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός, 2019) στάθηκε για εμάς ένα σχεδόν ανέλπιστο δώρο.
Και λέμε «εγχειρίδιο», καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πολύτομο έργο (έτσι εξηγείται και το «σύντομη» του τίτλου, άλλωστε) ή με ένα ογκώδες, δύσχρηστο βιβλίο που απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε άλλους ιστορικούς, αλλά με έναν κομψό τόμο 400 σελίδων που μπορεί να διαβαστεί οπουδήποτε και από οποιονδήποτε φιλομαθή αναγνώστη, καθώς η αφήγηση διατηρείται —επιπροσθέτως— σε αυστηρά χρονολογικό πλαίσιο, μιας και ο συγγραφέας της πιστεύει πως η Ιστορία αποκτά νόηµα µόνο αν µπορούµε να δούµε το αποτέλεσµα να ακολουθεί την αιτία µε την πάροδο του χρόνου.
Πώς γράφτηκε όμως αυτό το βιβλίο, σε ποιους κανόνες υπακούει η συγγραφή του; Αναλαμβάνοντας να απαντήσει ο ίδιος ο Τζένκινς στην Εισαγωγή του, είναι σαφής και ξεκάθαρος:
Οποιαδήποτε σύντοµη ιστορία αυτής της ηπείρου αφορά ουσιαστικά την πολιτική της, την πάλη των ανθρώπων για εξουσία πάνω στη γη. Ο Χοµπς διακήρυξε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται µέσα σε αέναη σύγκρουση. Το αν αυτή η σύγκρουση χρειάζεται να είναι βίαιη παραµένει ένα ανοιχτό ερώτηµα, αλλά η ιστορία της Ευρώπης ξεκινά µε εκείνους που ήταν πετυχηµένοι στη µάχη, µε τους εξουσιαστές, και όχι µε εκείνους που εξουσιάζονταν. Αυτή είναι µία αφήγηση ισχύος σε µία ήπειρο της οποίας η ιστορία, τουλάχιστον µέχρι πρόσφατα, έχει κυριαρχηθεί από την πρακτική του πολέµου, και, συνεπώς, από τις διαδικασίες µε τις οποίες οι πόλεµοι προπαρασκευάζονται και διεξάγονται. Ακόµα και σήµερα, οι Ευρωπαίοι δείχνουν ανίκανοι να βρουν µία συνταγµατική φόρµουλα ώστε να ζουν σε ειρήνη µεταξύ τους. Διαφωνούν ασταµάτητα σχετικά µε το τι σηµαίνει ο όρος «Ευρώπη».
Έχω επίγνωση ότι η Ιστορία είναι το σπίτι της αντιπαράθεσης. Κάποιοι ιστορικοί θα θεωρήσουν µία πολιτική προσέγγιση στην ιστορία της Ευρώπης ως µερική, θεωρώντας ότι αποκλείει εκείνους που υπήρξαν θύµατα της εξουσίας, δηλαδή τους κάθε λογής φτωχούς, τους σκλαβωµένους, τις γυναίκες, τους µετανάστες και τους ξένους. Όλοι αυτοί έχουν τις δικές τους ιστορίες, εξίσου «έγκυρες» µε τη δική µου. Το ίδιο ισχύει µε τους ξένους που έζησαν κάτω από τον αυτοκρατορικό ζυγό της Ευρώπης και τη βλέπουν µέσα από ένα διαφορετικό πρίσµα. Μπορώ απλώς να επαναλάβω ότι αυτό το βιβλίο ασχολείται µε την άσκηση και την κατανοµή της εξουσίας στο αφήγηµα µιας ηπείρου. Θα πρέπει να χρησιµεύει ως το ξεκίνηµα όλων των άλλων αφηγηµάτων.
Η δική µου ιστορία είναι συµβατική. Έχω διαιρέσει την ιστορία της Ευρώπης σε περιόδους. Σε γενικές γραµµές, είναι ο Κλασικός Κόσµος, ο Μεσαίωνας, η ανάπτυξη των κρατών, και η σύγχρονη εποχή. Η πρώτη περίοδος περιλαµβάνει την Ελλάδα και τη Ρώµη. Η δεύτερη καλύπτει τον θρίαµβο της Χριστιανοσύνης, πρώτα γύρω από τη Μεσόγειο και, στη συνέχεια, στη βόρεια Ευρώπη, σε συνδυασµό µε την άνοδο της Αγίας Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και την έλευση του Ισλάµ στη λεκάνη της Μεσογείου. Η τρίτη περίοδος ασχολείται µε την άνοδο των εθνών, τους πολέµους της θρησκείας και της διαδοχής, και τις ιδεολογικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα. Τελειώνω µε τους κατακλυσµούς του περασµένου αιώνα, και την ανοικοδόµηση της ηπείρου που γνωρίζουµε σήµερα.
Ο Τζένκινς μάς προσφέρει ένα πλούσιο πανόραμα της ιστορίας μας, ένα συναρπαστικό page turner το τέλος του οποίου δεν έχει γραφτεί ακόμα. Και αυτό το τέλος, που πιστεύουμε ότι θα αργήσει να έρθει, τον απασχολεί, και τον συγκινεί, πολύ — αυτόν , έναν Βρετανό ιστορικό.
Διαβάζουμε λοιπόν λίγο πριν το τέλος αυτού του πανέμορφου ταξιδιού μέσα στον χρόνο:
Το µείγµα ελεγχόµενου καπιταλισµού και κοινωνικής πρόνοιας της Ευρώπης έχει αποτελέσει για καιρό τη φιλοδοξία των οικονοµικών και πολιτικών µεταρρυθµιστών του κόσµου. Εξακολουθεί να βρίσκεται στην ιδεολογική καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ήπειρος αποτελεί το σπίτι του 10 τοις εκατό του παγκόσµιου πληθυσµού, αλλά, παρ’ όλα αυτά, καταναλώνει το µισό ποσό από όσο δαπανάται σε όλο τον κόσµο για κοινωνική πρόνοια. Παρ’ όλα τα µειονεκτήµατά τους, οι Συνθήκες της Ρώµης, του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας για λογαριασµό της ΕΕ έχουν οδηγήσει σε περισσότερο από µισό αιώνα όχι µόνο ειρήνης αλλά και ευηµερίας. Κατά συνέπεια, η ήπειρος είναι, µαζί µε το παιδί της την Αµερική, ο επιθυµητός προορισµός των πιο νέων και δραστήριων µεταναστών του κόσµου. […] Παρ’ όλα αυτά, καθώς γράφω, σύννεφα εµφανίζονται στον ορίζοντα. Η ευφορία της Ευρώπης στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου –που θυµίζει εκείνη της δεκαετίας του 1890– ξεθωριάζει. Οι δηµοκρατικές πρακτικές της δεν αντιµετωπίζονται πλέον ως αναπόφευκτες από λαούς άλλων ηπείρων. Όπως είδαµε στο τελευταίο κεφάλαιο, η πίστη στους θεσµούς της Ευρώπης είναι περιορισµένη. Η προσµονή στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν ότι οι «δυτικές αξίες» είχαν κερδίσει στην επιχειρηµατολογία και θα κυρίευαν τον κόσµο. Αυτό δε δείχνει πλέον αληθοφανές. Η άνοδος µιας απολυταρχικής Κίνας, η υποτροπή της Ρωσίας και ο αγώνας για µεταρρύθµιση εντός του Ισλάµ έχουν αφήσει τις φιλελεύθερες αρετές της Ευρώπης να µοιάζουν περισσότερο ως αλλόκοτες για αυτή καθ’ εαυτήν την ήπειρο παρά ως ένας φάρος ελπίδας για τον κόσµο. […]
Αυτό το χωνευτήρι λαών έχει περάσει δύο χιλιετίες φιλονικώντας, πολεµώντας και επεκτεινόµενο για να κυριαρχήσει, ή, τουλάχιστον, να επηρεάσει το µεγαλύτερο µέρος του κόσµου. Είναι άραγε πιθανό ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν βρει, µέσω του µηχανισµού ενός ατελούς εµπορικού µπλοκ, τον τρόπο να ζουν αρµονικά µε τον εαυτό τους και τους γείτονές τους; Με τον καιρό, πιστεύω, αυτό θα µπορούσε να συµβεί µέσω της εξέλιξης της ΕΕ σε µία πολυεπίπεδη, πολυδύναµη συνοµοσπονδία. Θα υπάρχουν ζώνες εντός ζωνών, καθεµία µε µία κατά παραγγελία σχέση µε τις υπόλοιπες. Οι σχέσεις µε τη Ρωσία και τους γείτονές της θα είναι πάντα αµφιλεγόµενες, αλλά όχι απαραιτήτως επιθετικές. Η Βρετανία θα έχει πάντα τα δύο πρόσωπα του Ιανού, αλλά θα είναι τουλάχιστον µισοαφοσιωµένη. Η ήπειρος θα είναι ακατάστατη, όπως ήταν ακατάστατη και η Αγία Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία. Εκείνη η αυτοκρατορία όµως δεν αποτέλεσε και τόσο άσχηµο παράδειγµα. Η Ευρώπη θα µπορούσε να ζήσει πιο άνετα µε µία ακαταστασία παρά µε έναν συγκεντρωτισµό.
Εκτός από το λεπτομερέστατο Ευρετήριο, το συνοπτικό Χρονολόγιο και τις προτάσεις περαιτέρω ανάγνωσης, η έκδοση περιλαμβάνει πολλές δεκάδες έγχρωμες εικόνες, αλλά κυρίως μία σειρά από δισέλιδους χάρτες, δέκα τον αριθμό, που από μόνοι τους είναι ένα πλήρες μάθημα Ιστορίας: από τη Ρωμαϊκή Εποχή μέχρι σήμερα. Η κίνηση των ρευστών συνόρων της ηπείρου μας δεν έχει το όμοιό της.