Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Κάπου σαράντα πέντε χρόνια πίσω, τέτοιες μέρες περίπου —λίγα εικοσιτετράωρα πιο πριν, για την ακρίβεια—, γυρίζαμε με το τρένο από τη Γερμανία, κι εκείνη η Γιουγκοσλαβία δεν έλεγε να τελειώσει. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, άρα είχε δύο ολόκληρες εβδομάδες διακοπές, κι έτσι είχαμε βρει τον χρόνο να πάμε να δούμε για ένα ολόκληρο δεκαήμερο τους θείους μου που ζούσαν ήδη μπόλικα χρόνια εκεί· ήταν από τους πρώτους μεταπολεμικούς μετανάστες σε μια μικρή βιομηχανική πόλη της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Οι θείοι μου, πάλι, κατέβαιναν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι για διακοπές και για να δουν συγγενείς και φίλους, με το πορτ-μπαγκάζ τής Φορντ γεμάτο ρούχα, παπούτσια, σοκολάτες, καφέ, μπιμπελό — ό,τι μπορείς να φανταστείς, ένα θησαυρό. Αν και μας χώριζαν πάνω από 2.000 χιλιόμετρα, ήταν οι άνθρωποι του στενού κύκλου της οικογένειας που βλέπαμε πιο συχνά από οποιονδήποτε άλλο.
Το θυμάμαι ακόμη εκείνο το πρώτο μου ταξίδι, και όχι επειδή δεν θα τύχαινε να κάνω πολλά από εκεί και πέρα. Δεν θα εμπλακώ σε αναμνήσεις σήμερα —έχω σκοπό να το κάνω κάποτε στο μέλλον, αν σταθώ τυχερός και τα καταφέρω, και μάλιστα με τρόπο ας πούμε σύνθετο—, ωστόσο δεν είναι υπερβολή να πω ότι πού και πού πιάνω τον εαυτό να αναπολεί με τον ίδιο θαυμασμό εκείνου του μικρού αγοριού τη συναρπαστική ρυμοτομία της πόλης, τα μεγάλα της μαγαζιά, τους δρόμους και τις προσόψεις των κατοικιών, την υγρή μυρωδιά της βενζίνης, τους παγωμένους από το κρύο κήπους, τις γεύσεις που αιφνιδίαζαν το στόμα μου, και βέβαια τη μαγευτική σκοτεινιά εκείνης της γάργαρης άλλης γλώσσας.
Κάπου δέκα χρόνια μετά, στα δεκαεννιά μου, έτυχε να βρεθώ —δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες— στο τραπέζι ενός γάμου. Όχι δεξίωση ακριβώς, όπως το λέμε στην Ελλάδα, αλλά κανονικό γαμήλιο τραπέζι, σε σπίτι. Με πολύ κόσμο, ίσως τριάντα ή σαράντα άτομα. Και με πολλές φυλές να πηγαινοέρχονται στα δωμάτια, και άλλες τόσες γλώσσες. Και άλλα τόσα φαγητά. Ήταν άσπροι και μαύροι εκεί, ολόξανθοι και σκούροι, Κεντροευρωπαίοι και Βαλκάνιοι, Ασιάτες, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αφρικανοί —όλες οι φυλές του Ισραήλ—, και όλοι μαγειρεύαμε ό,τι ξέραμε και όπως το ξέραμε. Ήταν γάμος και επικρατούσε μεγάλη χαρά. Ήμουν πια και ο ίδιος μετανάστης, αν και τελικώς δεν θα τα κατάφερα να μείνω έξω: μετά από έξι μήνες στο τότε Δυτικό Βερολίνο αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη. Ό,τι πάντως θυμάμαι καλύτερα από τη συγκλονιστική εκείνη πόλη ήταν ακριβώς αυτό το τραπέζι — και τη συνταγή για σπυρωτό πιλάφι που μου έμαθε ένας Πέρσης.
Πολλά-πολλά χρόνια μετά, καμιά εικοσπενταριά, κάπου στου Γκύζη, τα ?χε φέρει έτσι ο καιρός τα πράγματα που κάθε μέρα, όλο τον χειμώνα, κατά τις πέντε η ώρα που βραδιάζει άνοιγα την πόρτα ενός ίντερνετ-καφέ, πάντα του ίδιου —δεν είχα σύνδεση στο σπίτι— και έπιανα θέση μπροστά σε έναν υπολογιστή: μία ώρα, ένα ευρώ. Το κατάστημα ανήκε σε δύο νεαρούς από τη Σομαλία, ήταν γεμάτο τουριστικά πόστερ με φανταχτερά χρώματα και όλοι οι πελάτες εκεί —πλην εμού— ήταν συμπατριώτες των ιδιοκτητών. Μιλούσαν στο τηλέφωνο με την πατρίδα ή, σαν εμένα, συζητούσαν γραπτώς με φιλενάδες, φίλους, συνεργάτες, συζύγους και άλλους δικούς τους. Τις περισσότερες φορές γελούσαν, κάποιες άλλες τσακώνονταν, πού και πού τούς πιάνανε δάκρυα.
Σήμερα, τυχαίνει να με χωρίζουν πάλι τα ίδια χιλιόμετρα με τότε από την Αθήνα, κάπου 2.000, αν και ζω βέβαια σε άλλη πόλη. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχω κατεβεί δύο φορές στην Ελλάδα, για εφτά ημέρες συνολικά. Όμως κατά κάποιον τρόπο είναι όλη εδώ, μαζί μου. Στο συγκρότημα των πολυκατοικιών όπου ζούμε, μένουν άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη. Βγάζουμε όλοι τα σκυλιά μας για βόλτα, κι όπως εκείνα συνεννοούνται μεταξύ τους στην κοινή γλώσσα του σώματος, εμείς μιλάμε στα αγγλικά.
Πίσω στην πατρίδα, νέοι ξένοι περνάνε τα σύνορα καθημερινά, εγκαθίστανται με χίλιες θυσίες όπου τα καταφέρουν και στοχάζονται —τα βράδια— ένα μέλλον στη χώρα μας, ή αλλού. Ένα ήσυχο μέλλον. Με γάμους και μαγειρέματα. Και με συνταγές για πιλάφι. Μόλις προχθές, τώρα, από όλα τα αεροδρόμια της Ελλάδας έφυγαν για τις νέες τους πατρίδες πολλές δεκάδες χιλιάδες παιδιά μας που πια ζουν έξω. Και του χρόνου θα ?ναι περισσότερα. Πέρασαν όλοι τους καλά τις Γιορτές, με γέλια, τσακωμούς, δάκρυα, και θα ξανάρθουν με την πρώτη ευκαιρία: άλλοι το Πάσχα πια, και άλλοι το καλοκαίρι. Κανείς τους δεν θα επιστρέψει για τα καλά στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει λόγος — και όχι μόνο επειδή έξω είναι «καλύτερα». Αλλά επειδή έτσι κάνει ο άνθρωπος. Φεύγει και ριζώνει. Ο άνθρωπος έχει και παλιές και νέες πατρίδες.
Και η Ευρώπη είναι μια μεγάλη παλιά και νέα πατρίδα για όλους μας.