Ήταν αρχές Φεβρουαρίου του 1952, όταν, κατά την διάρκεια δεκαπέντε ημερών, διεξήχθη στην Μόσχα μία πολύκροτη δίκη. Κατηγορούμενοι ήταν μαθητές, οι οποίοι είχαν φτιάξει μία άτυπη, εναλλακτική λογοτεχνική λέσχη. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως μέσα σε έξι μήνες από την ίδρυση της, η λέσχη άλλαξε τους στόχους της.
Επειδή όμως τίποτα δεν μπορούσε να ξεφύγει από το «άγρυπνο μάτι» των μυστικών υπηρεσιών, τα μέλη της λέσχης, μαθητές και πρωτοετείς φοιτητές πανεπιστημίων, βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Από τους δεκαέξι κατηγορούμενους, οι τρεις καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, άλλοι τρεις σε δέκα χρόνια εγκλεισμό στα Γλουλάγκ και οι υπόλοιποι δέκα σε είκοσι πέντε χρόνια «διαμονής» στα στρατόπεδα αναμορφωτικής εργασίας.
Ήταν μαθητές, παιδιά του αιώνα τους, αγνοί ιδεολόγοι που πίστευαν πως κοντοζυγώνει το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας στο πρόσωπο της αταξικής, κομμουνιστικής κοινωνίας. Ήταν παιδιά που διάβαζαν πολύ και διακρίθηκαν ως επισκέπτες των παιδικών βιβλιοθηκών της περιοχής του.
Πολλοί μαθητές, μετά τα μαθήματα, πήγαιναν στην Λέσχη των Πιονιέρων, όπου συμμετείχαν σε ομάδες χορού, τραγουδιού, λογοτεχνίας. Στην τελευταία, διάβαζαν, συζητούσαν και σχολίαζαν λογοτεχνικά έργα, ενώ ορισμένοι δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους στην λογοτεχνική κονίστρα.
Η Λέσχη Ανάγνωσης, ας την αποκαλέσουμε, ήταν το δεύτερο σπίτι αυτών των παιδιών. Πολλά από αυτά, ακόμη και μετά την αποφοίτησή τους από το σχολείο, συνέχιζαν να συχνάζουν σε αυτή, διάβαζαν τα πρωτόλεια ποιήματά τους, συζητούσαν τα έργα γνωστών λογοτεχνών.
Η Λέσχη είχε συγκεκριμένο πρόγραμμα και όλα όσα ήθελαν να συζητήσουν στις συναντήσεις τους, τα συμφωνούσαν εκ των προτέρων. Αν υπήρχε κάποιο έργο που πίστευαν πως θα προκαλέσει διχογνωμίες, το άφηναν στην άλλη, προκειμένου να αποφύγουν περιττές τριβές και, τραβήξουν, έτσι, την προσοχή των «μεγάλων»
Επικεφαλής της Λέσχης ήταν μία παιδαγωγός. Κάποια στιγμή, σε μία από τις συναντήσεις υπήρξε έντονος διάλογος με αφορμή το ποίημα μίας μαθήτριας με θέμα το μέλλον. Η δασκάλα δεν κατάλαβε τις απορίες της μαθήτριας και θέλησε να επιβάλει την άποψή της, σύμφωνα με την οποία το μέλλον του σοβιετικού ανθρώπου μπορεί να είναι μόνο φωτεινό στο πλαίσιο της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ένας μαθητής, ο Μπορίς Σλούτσκι, δεν συμφώνησε με την άποψη της δασκάλας, διατυπώνοντας την άποψη του με πιο κατηγορηματικό τρόπο από εκείνη. Ήταν, εξάλλου, έφηβος. Η αντιπαράθεσή του όμως με την δασκάλα και η έλλειψη κατανόησης εκ μέρους της, τον οδήγησε στην απόφαση να φύγει από την Λέσχη. Το παράδειγμά του, ακολούθησαν και άλλα μέλη. Λίγο αργότερα, η εναλλακτική Λέσχη, άρχισε να συγκεντρώνεται στο σπίτι του Μπορίς Σλούτσκι.
Στο σπίτι του νεαρού Μπορίς, υπήρχε μία τεράστια βιβλιοθήκη. Στα ράφια της, συνυπήρχαν αρμονικά τα έργα των κλασσικών της ρωσικής λογοτεχνίας με πολύτομες εκδόσεις των έργων του Βλαντίμιρ Λένιν και μάλιστα από τις πρώτες εκδόσεις.
Οι φιλότιμοι νεαροί αναγνώστες, άρχισαν να διαβάσουν και να μελετούν τα έργα του πατέρα του ρωσικού μπολσεβικισμού και στην συνέχεια να τα συγκρίνουν με τις απόψεις του Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος παρουσιαζόταν ως μοναδικός του μαθητής και αυθεντικός ερμηνευτής του δόγματός του.
Όπως ήταν φυσικό, οι νεαροί σύντομα ανακάλυψαν πως πολλές από τις ιδέες του ιδρυτή της Ε.Σ.Σ.Δ. είχαν από καιρό διαστρεβλωθεί ή παραμεριστεί προς χάριν των νεότερων ερμηνειών.
Έτσι, οι πολύωρες συζητήσεις για τα λογοτεχνικά έργα, μετατράπηκαν σε συζητήσεις για την ζωή και το πολιτικό σύστημα της χώρας. Ο οικοδεσπότης, Μπορίς Σλούτσκι, ήταν ο πρώτος που δήλωσε πως είναι έτοιμος να παλέψει για την αποκατάσταση των λενινιστικών ιδεών. Αμέσως, ο Βλαντίλεν Φούρμαν, έγινε ο πρώτος συνοδοιπόρος του και στην συνέχεια ακολούθησαν κι άλλοι, μεταξύ των οποίων και η μαθήτρια Σουσάνα Πετσούρο.
Η ίδρυση της οργάνωσης «Ένωση αγώνα για την υπόθεση της επανάστασης», έγινε τον Αύγουστο του 1950 και ήταν τελείως αυθόρμητη. Τα μέλη της, δεν είχαν κανένα σχέδιο ή πρόγραμμα δράσης, μοναδική τους επιθυμία ήταν να γίνει η ζωή καλύτερη μέσω της εξάλειψης της αδικίας, όπως, άλλωστε, έλεγε και ο Λένιν.
Έφηβοι και νέοι, είχαν ως παράδειγμα τους Ρώσους επαναστάτες συνωμότες του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος. Επέλεξαν τα επαναστατικά τους ψευδώνυμα, κατασκεύασαν έναν αυτοσχέδιο πολύγραφο, άρχισαν να τυπώνουν φυλλάδια και να τα μοιράζουν σε νέους. Τα νέα μέλη δεν άργησαν. Ανάμεσα σε αυτούς και ένα πρώην μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης, ο Γιεβγκένι Γκουρέβιτς, ο οποίος όμως, τάχθηκε εξ αρχής υπέρ της τρομοκρατικής δράσης, πράγμα που δεν έτυχε υποστήριξης των υπολοίπων μελών και, κυρίως των Σλούτσκι και Φούρμαν.
Ήταν όμως ήδη αργά. Η Κρατική Ασφάλεια, παρακολουθούσε στενά τα μέλη της παράνομης οργάνωσης και μάλιστα, οι άντρες που είχαν επιφορτιστεί με αυτό το καθήκον, δεν έμπαιναν στον κόπο καν να κρυφτούν.
Τον Ιανουάριο του 1951 ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Άρχισαν οι συλλήψεις νέων και εφήβων.
Νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμούνταν, άντρες του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας άρχισαν να κάνουν έρευνες στα διαμερίσματα και να αναζητούν απαγορευμένα βιβλία, κατάσχοντας διάφορα από αυτά. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην φυλακή, όπου οι ανακρίσεις διήρκησαν ένα ολόκληρο χρόνο. Κανείς δεν μπορούσε, όμως να φανταστεί πόσο σκληρή θα ήταν η απόφαση του δικαστηρίου.
Η κατηγορία ήταν πολύ βαριά «ίδρυση και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση με στόχο την ανατροπή και μάλιστα την εξόντωση της ηγεσίας της Ε.Σ.Σ.Δ».
Ο διαβόητος Αμπακούμοφ, επικεφαλής του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας, συνέστησε να τιμωρηθούν με τα μέλη της οργάνωσης, μα όχι ιδιαίτερα αυστηρά.
Ήταν όμως άτυχοι. Μόλις είχε ξεκινήσει μία ακόμη εκκαθαριστής επιχείρηση στον μηχανισμό του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας και ο Αμπακούμοφ κατηγορήθηκε πως προστάτευε τα μέλη της νεολαιίστικης, τροτσκιστικής οργάνωσης. Όντας, ο ίδιος φυλακισμένος, αρνήθηκε να παραδεχτεί την ενοχή των μαθητών, θεωρώντας πως τα μέλη της υποτιθέμενης οργάνωσης απλά συζητούσαν και δεν είχαν σκοπό να προβούν σε καμία πράξη.
Το δικαστήριο, όμως, είχε άλλη άποψη. Ο Μπορίς Σλούτσκι, ο Γιεβγκένι Γκουρέβιτς και ο Βλαντίλεν Φούρμαν καταδικάστηκαν ως πρωταίτιοι σε θάνατο.
Τρεις κοπέλες, οι οποίες είχαν έμμεση σχέση με την «Ένωση», δηλαδή ήταν απλά συγγενείς κάποιων μελών της και δεν είχαν καμία δράση, η Γκαλίνα Σμιρνόβα, η Ταμάρα Παμπινόβιτς και η Νίνα Ούφλιαντ, καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια φυλακής, ενώ άλλα δέκα άτομα σε 25 χρόνια.
Το 1956, μετά τον θάνατο του Στάλιν και την διεξαγωγή του 20ου συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε, όσοι είχαν επιβιώσει στα γκουλάγκ απελευθερώθηκαν με την αμνηστία. Αποκαταστάθηκαν δικαστικώς, μόλις το 1986.
Το 1989, όλα τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης αποκαταστάθηκαν πλήρως.
Η Σουσάνα Πετσούρο, σε σχετικές της δηλώσεις, την εποχή εκείνη, θυμάται:
«Άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας στρατιωτικός. «Γεια σας, μου λέει, είμαι ο ταγματάρχης τάδε. Σας έφερα την απόφαση της εισαγγελίας για την αποκατάστασή σας. Πρέπει να την διαβάσετε, να την υπογράψετε και θα την πάρω μαζί μου. Αυτές είναι οι εντολές που έχω» Την διάβασα, υπέγραψε... Μόνο που του είπα: δεν τα λέει σωστά. Εδώ γράφει πως δεν υπήρξε καμία αντισοβιετική οργάνωση. Υπήρξε».