Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Συμβαίνει κάτι μάλλον αξιοπρόσεκτο τον τελευταίο καιρό στα social media. Επομένως, κατά ένα ποσοστό τουλάχιστον, και στην πραγματική ζωή, καθώς τα social media ασφαλώς και δεν είναι η πραγματική ζωή: είναι μια παραμορφωτική και πολύ συχνά διαστρεβλωμένη κατάστασή της. Αλλά ας δούμε πώς το παρατηρώ εγώ. Και τι εννοώ με αυτό.
Από χρόνια τώρα και μέχρι πριν τον περασμένο Ιούλιο, είχα επιλέξει —το λέω συχνά αυτό, και το τονίζω— να μην παρακολουθώ καθόλου τι γίνεται και τι λέγεται στην «απέναντι» όχθη, στους υπερασπιστές και οπαδούς της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και στους πέραν αυτών αριστερούς. Δεδομένου δε ότι δεν διαβάζω ούτως ή άλλως ποτέ τι λένε άνθρωποι ακραίοι, μη φιλελεύθεροι (δεν εννοώ τη λέξη με τη στενά πολιτική της έννοια), δεδομένου ότι δεν με νοιάζει τι λένε οι λαϊκοδεξιοί, οι ρατσιστές, οι ψεκασμένοι, οι οπαδοί της επίπεδης γης, οι αντιεμβολιαστές, οι οπαδοί του Πούτιν, του Τραμπ κ.ο.κ., ακολουθούσα μόνο όσους πιστεύουν και έλεγαν ό,τι πιστεύω και λέω κι εγώ. Έτσι, οι timeline μου ήταν «καθαρές»: όλες οι αναρτήσεις ομονοούσαν μεταξύ τους, όλοι συμφωνούσαμε και χαιρόμασταν που συμφωνούσαμε, δεν υπήρχε ποτέ και πουθενά καμία παραφωνία και καμία διαφωνία, όπως υποθέτω συμβαίνει στο Κατηχητικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο κακός της υπόθεσης, οι πάντες φώναζαν για τα πάντα, και όλοι περίμεναν, ή μάλλον περιμέναμε, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ανυπομονησία, να έρθει η Κυριακή των εκλογών για να «ησυχάσουμε», να σταματήσει ο κατήφορος και να δούμε τι θα γίνει.
Γιατί όλα αυτά; Γιατί είμαι αρκετά μεγάλος και αρκετά ξεσκολισμένος με τα πράγματα ώστε να μην έχω καμία μα καμία ανάγκη να ακούω τι λένε οι πολιτικοί μου «αντίπαλοι»: βασικά, μπορώ να γράψω ανά πάσα στιγμή ακόμα και τους λόγους τους στη Βουλή —με εξασφαλισμένη επιτυχία και σε σχετικώς υψηλό επίπεδο— ή να διαχειρίζομαι τους επίσημους λογαριασμούς τους. Και δεν είμαι ο μόνος που είναι σε θέση να το κάνει με άνεση αυτό. Είμαστε πολλοί το μπορούμε, δεν είναι δα και κάτι που απαιτεί τρομερές δεξιότητες.
Από την άλλη, το «echo chamber», που λένε, είναι ο καλύτερος, ή πιο σωστά ο μόνος τρόπος για να διατηρείς κάπως την ψυχραιμία σου όταν οι εποχές επιτάσσουν να τη χάσεις. (Και ο λόγος περί τού αντιθέτου είναι ολότελα αφελής και «λίγος», πιστέψτε με). Τις μόνες δύο φορές που δεν τα κατάφερα ήταν οι μέρες της περίφημης δεκαεπτάωρης διαπραγμάτευσης, όταν η χώρα παιζόταν στα ζάρια, και το Μάτι, όταν σχεδόν όλοι τους έριχναν το φταίξιμο στους καμένους και δεν έχυσαν ούτε ένα (ΕΝΑ) δάκρυ συγκίνησης για τα θύματα. Όχι μεταμέλειας ή συγγνώμης, προς Θεού: συγκίνησης…
Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά μέχρι πριν τον περασμένο Ιούλιο. Τώρα πλέον, έχω βρεθεί με τις timeline μου σε Facebook και Twitter εντελώς διαφορετικές από ό,τι πριν: είναι διχασμένες. Καμία ομόνοια, και καμία ομοψυχία. Το αντίθετο ακριβώς. Άλλοι μεν στηρίζουν με νύχια και με δόντια τη νέα κυβέρνηση (όχι οι περισσότεροι), άλλοι τής κάνουν μέτρια ή σκληρή αντιπολίτευση, άλλοι την ψέγουν για το 'να και για τ' άλλο, και άλλοι κάνουν άλλα.
Θα πίστευε κανείς πως, για κάποιο λόγο (εθνολογικής-ανθρωπολογικής φύσεως ίσως, ή για να ρεφάρω), έχω αρχίσει ξαφνικά να ακολουθώ λογαριασμούς πολιτικών «αντιπάλων». Αλλά μπα. Ακολουθώ τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους. Δεν άλλαξα, ούτε πρόσθεσα ή αφαίρεσα, ούτε έναν.
Οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι που, ομοθυμαδόν, ήταν (άκρως) αντίθετοι με κάθε πολιτική κίνηση ή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, εκείνοι που έκαναν διαρκή, καθημερινό και ολομέτωπο αγώνα για να χάσει την εξουσία ο Αλέξης Τσίπρας και για να έρθει η Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση (η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, για την ακρίβεια), άνθρωποι δηλαδή που ακολουθώ και διαβάζω τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα συνολικά —δεν μπορώ να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στα πολιτικά, εργάζομαι με ασφυκτικούς χρόνους— και με τους οποίους συμφωνώ κατά τεκμήριο σε όλα, σήμερα είναι διαιρεμένοι σε πολλά μέτωπα. Αν μάλιστα δεν τους ήξερες, ρίχνοντας μια επιφανειακή ματιά θα πίστευες ότι είναι από αυτή την «απέναντι» όχθη που είπαμε. Ή ότι τείνουν να γείρουν προς τα εκεί.
Πράγμα μάλλον εντυπωσιακό. Και πράγμα που με κάνει να χαίρομαι πολύ.
Γιατί; Γιατί όλοι τους έχουν δίκιο. Και γιατί ακόμη περισσότερο δίκιο έχουν αυτοί που την αντιπολιτεύονται και της ασκούν δριμεία κριτική σε επιμέρους μικρά, μεγάλα ή και πελώρια λάθη. Γιατί έτσι πρέπει να γίνεται. Γιατί αυτό είναι το σωστό. Το υγιές.
Γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που στήριξαν τον Μητσοτάκη στην πορεία του προς την εξουσία δεν το έκαναν στα τυφλά, από αγανάκτηση, οπαδισμό ή με «στενά κομματικά κριτήρια», όπως λέγεται. Το έκαναν για να απαλλαγεί η χώρα από τη χειρότερη μεταπολιτευτική κυβέρνηση. Για να ορθοποδήσει. Για να ξαναβρεί τον βηματισμό της. Για να προσπαθήσει να ξαναγίνει αισθητικώς ελκυστική και οικεία. Γι' αυτό και θα την ψέγουν —και πολύ καλά θα κάνουν να την ψέγουν— όπου τυχόν βλέπουν ότι δεν τα πάει καλά, ότι μιμείται τρόπους, «δρόμους», του παρελθόντος (καταστρεπτικούς εννοώ, αυτούς που μας χαντάκωσαν), ότι κάνει τα ίδια λάθη, ή έστω και ένα, κατά την κρίση τους, λάθος, ότι δεν είναι έτσι μοντέρνα, έτσι σύγχρονη και έτσι φιλελεύθερη όπως τη θέλουν — όπως τη θέλουμε.
Όχι, δεν ακολουθώ ξαφνικά άλλους ανθρώπους. Απλώς οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι δεν ακολουθούν τυφλά κανέναν και τίποτε. Δεν το 'χουν αυτό το πράγμα, δεν το μπορούν. Θα ασφυκτιούσαν πολιτικά, και θα ενοχλούνταν ηθικά. Όταν κάτι πάει στραβά —λίγο στραβά, πολύ στραβά—, θα βγουν και θα το πουν. Έτσι έκανε πάντα το φιλελεύθερο, φιλοευρωπαϊκό, μετριοπαθές Κέντρο.
Και χαίρομαι γι' αυτό. Και τους χαίρομαι πολύ, όλους τους. Και τους ευχαριστώ.
Και θέλω να πιστεύω ότι τους ευχαριστεί και η κυβέρνηση. Γιατί γίνεται και για το δικό της καλό όλο αυτό. Ο σκοπός, ο στόχος όλων μας είναι ένας, και είναι κοινός. Είναι η ευημερία και η απρόσκοπτη επιδίωξη της ευτυχίας μέσα σε συνθήκες ανοιχτής κοινωνίας. Δρόμος ανηφορικός, σκολιός, δύσκολος, σπαρμένος αγκωνάρια και όλο τρύπες. Κάποιος πρέπει να τις κλείνει αυτές, κάποιος θα 'ναι πάντα εκεί για να φωνάζει και για να δείχνει. Να δείχνει μπροστά.