Την περασμένη εβδομάδα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιορδανίας αποφάνθηκε την διάλυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην χώρα. Ένα ακόμη πλήγμα για την πολιτική οργάνωση, αλλά και για την Τουρκία η οποία βασίζει την περιφερειακή της πολιτική στην επικράτηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στις αραβικές χώρες. Ένας ακόμη δυνητικός σύμμαχος του Ερντογάν στη Μέση Ανατολή ηττήθηκε.
Θα αναρωτηθεί κανείς: τι σχέση έχει η Τουρκία με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους;
Είναι πασιφανές ότι, στο πλαίσιο του νεο-οθωμανισμού και του πανισλαμισμού που εκφράζουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας του Ερντογάν, η υποστήριξη των Αδελφών Μουσουλμάνων αποτελεί τμήμα της περιφερειακής στρατηγικής της Άγκυρας. Η στρατηγική αυτή έχει αποτύχει: από το 2013 κι ύστερα, οι υποστηρικτές του πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή έχουν μετρήσει πολλές ήττες γεγονός που απομακρύνει την Τουρκία από τον απώτερο πολιτικό σκοπό της, την περιφερειακή ηγεμονία.
Όμως γιατί μιλάμε για ήττα της οργάνωσης και κατ’ επέκταση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας;
Η αρχή της πτώσης της εν λόγω οργάνωσης ξεκίνησε το 2013 στην Αίγυπτο, όταν ο στρατηγός Ελ-Σίσι ανέτρεψε την κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του ηγέτη της Μοχάμεντ Μόρσι στενού φίλου και συμμάχου του Ερντογάν. Λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα και αφού ανέλαβε την προεδρία της χώρας, ο Σίσι κήρυξε την οργάνωση ως τρομοκρατική.
Δύο μήνες νωρίτερα, στην εμπόλεμη Συρία, το καθεστώς Άσαντ είχε επίσης βάλει την Μουσουλμανική Αδελφότητα στην λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Η οργάνωση, αν και αποτελούσε για δεκαετίες την κύρια αντικαθεστωτική φωνή στην χώρα, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, αποδομήθηκε και σταμάτησε να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση της ένοπλης αντιπολίτευσης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η εμφάνιση πιο ακραίων οργανώσεων όπως η Αλ-Νούσρα, αλλά και το Ισλαμικό Κράτος. Σήμερα, η οργάνωση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στην χώρα με αποτέλεσμα η Τουρκία να βασίζεται σε άλλες αντικαθεστωτικές ισλαμιστικές οργανώσεις.
Οι μεγαλύτεροι πολέμιοι των Αδελφών Μουσουλμάνων στον Αραβικό Κόσμο είναι η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και αυτό διότι η εν λόγω οργάνωση τάσσεται κατά της μοναρχίας, κυρίως δε όσον αφορά αυτές τις δύο
χώρες. Το 2013 στα Εμιράτα, το κόμμα της Αδελφότητας κατηγορήθηκε για τον σχεδιασμό πραξικοπήματος (με την βοήθεια της Αιγύπτου) με αποτέλεσμα τα μέλη του να φυλακιστούν ή να εξοριστούν. Οι δύο μοναρχίες του Κόλπου αναγνωρίζουν επίσης την οργάνωση ως τρομοκρατική. Το ίδιο ισχύει και για το Μπαχρέιν το οποίο αποτελεί στενό σύμμαχο της Σαουδικής Αραβίας.
Αναφορικά με την Παλαιστίνη, ο εκπρόσωπος της Αδελφότητας είναι η Χαμάς η οποία αναγνωρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από πολλά κράτη. Η Χαμάς είναι αποκλεισμένη στην Λωρίδα της Γάζας και ιδίως μετά τον πόλεμο του 2009 είναι απομονωμένη και στηρίζετεται κυρίως από την Τουρκία. Στην Δυτική Όχθη κυριαρχεί η Φατάχ –την οποία στηρίζουν η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ– με αποτέλεσμα η Χαμάς να μην έχει ουσιαστική πολιτική παρουσία.
Πέραν της Τουρκίας, και το Κατάρ υποστηρίζει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Για τον λόγο αυτόν, το 2017 η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί επέβαλαν εμπάργκο κατά της χώρας οδηγώντας την σε απομόνωση. Παρά την πολιτική κρίση που ξέσπασε, η Τουρκία συνεχίζει να έχει ισχυρή παρουσία στην χώρα αυτή, αλλά με τον αποκλεισμό του, το Κατάρ είναι πλέον πιο αποδυναμωμένο πολιτικά και δεν μπορεί να ασκήσει με ευκολία την περιφερειακή πολιτική που επιθυμεί.
Μια ακόμη ήττα της οργάνωσης -και της Τουρκίας- αποτέλεσε και το πραξικόπημα στο Σουδάν, το 2019. Ο δικτάτορας Αλ-Μπασίρ -ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητα– είχε προχωρήσει στην σφυρηλάτηση στρατηγικής συμμαχίας με την Τουρκία. Τον Απρίλη του περασμένου έτους, ανατράπηκε από τις φιλικά προσκείμενες προς την Σαουδική Αραβία Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Το κόμμα του Μπασίρ, το οποίο ανήκε στην Μουσουλμανική Αδελφότητα, διαλύθηκε μετά την καθαίρεση του δικτάτορα.
Τον περασμένο μήνα, στην Υεμένη, το κόμμα Al–Islah ανακοίνωσε ότι δεν ανήκει στην Μουσουλμανική Αδελφότητα, παρά το γεγονός ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια συγκαταλεγόταν απ’ όλους ως εκπρόσωπος της Αδελφότητας στην χώρα. Το κόμμα, πήρε την απόφαση αυτή διότι μάλλον αντελήφθη ότι για να μπορέσει να έχει λόγο στα πολιτικά πράγματα της χώρας -αν κάποια στιγμή τελειώσει ο πόλεμος- οφείλει να έχει καλές σχέσεις με την νόμιμη κυβέρνηση και την υποστηρίκτρια προς αυτή εξωτερική δύναμη, δηλαδή την Σαουδική Αραβία.
Όσον αφορά στις άλλες αραβικές χώρες, η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει πολύ μικρή πολιτική παρουσία στο Ιράκ, το Κουβέιτ, την Σομαλία, την Αλγερία και την Μαυριτανία. Στον Λίβανο δε, δεν υπάρχει κόμμα που να αντιπροσωπεύει την οργάνωση στην χώρα. Στην Λιβύη, η οργάνωση υποστηρίζει την Κυβέρνηση της Τρίπολης την οποία υποστηρίζει στρατιωτικά η Τουρκία. Στην Τυνησία, η Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι εκλογικά ισχυρή, αλλά δεν έχει την δυνατότητα να κυβερνήσει λόγω του πολιτικού συστήματος της χώρας και είναι καταδικασμένη
να συμμετέχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς με άλλα, ιδεολογικώς αντίπαλα, κόμματα. Τέλος, στο Μαρόκο, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ναι, έχει το ίδιο όνομα με το κόμμα του Ερντογάν), το οποίο ιστορικά εθεωρείτο ως μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, βγήκε πρώτο στις εκλογές του 2011 και ο ηγέτης του ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας, μετά την έγκριση του βασιλιά της χώρας. Όμως το εν λόγω κόμμα, τάσσεται δυναμικά υπέρ της μοναρχίας και αρνείται την συμμετοχή του στην Αδελφότητα.
Βλέπουμε επομένως, ότι κατά την περασμένη δεκαετία η πολιτική παρουσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας μειώθηκε δραματικά. Η Τουρκία, στο πλαίσιο του νέο-οθωμανισμού, επιθυμεί την κυριαρχία κομμάτων σαν αυτό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη Μέση Ανατολή ώστε να μπορέσει η ίδια να επηρεάζει τα πολιτικά και γεωστρατηγικά τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή. Όμως απ’ ότι φαίνεται, η στρατηγική αυτή έχει αποτύχει και σήμερα η Τουρκία διατηρεί κακές σχέσεις με την πλειοψηφία των αραβικών χωρών. Τα αυταρχικά ή ημι-αυταρχικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή λαμβάνουν ως απειλή την διεισδυτική πολιτική της Τουρκίας και για τον λόγο αυτό έχουν δημιουργήσει έναν περιφερειακό συνασπισμό για να αντιμετωπίσουν τους εκπροσώπους του πολιτικού Ισλάμ ή αλλιώς τους «αντιπροσώπους» της Τουρκίας σε μια σειρά χωρών με πιο χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα της Λιβύης.