Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ήταν ένα άσχημο Σαββατοκύριακο αυτό. Από άποψη παραγωγής ειδήσεων εννοώ, άρα και σημειωμάτων «γνώμης» όπως εδώ τα δικά μας. Τα θέματα που μας βγάζουν όλους στα κάγκελα κρατούν —το λέμε και το ξαναλέμε για να το θυμηθείτε την επόμενη φορά, με τη νέα και πολλά υποσχόμενη ατραξιόν που θέ' να 'ρθει— καναδυό εικοσιτετράωρα όλα κι όλα, και μετά ξεχνιούνται απολύτως από το κοινό. Πράγμα μάλλον καλό, καθώς το αντίθετο θα ισοδυναμούσε με διακοπές στην Κόλαση: κάθε νέος λόγος να σκοτωθούμε θα μας βύθιζε και σε έναν πιο εσώτερο, πιο μέσα-μέσα κύκλο, κι εκεί θα 'κανε πραγματικά αναθεματισμένη ζέστη. Θα βγάζαμε την μπέμπελη.
Όπως, ας πούμε, ξεχάστηκε το τελευταίο θέμα που συνάρπασε μέχρις σκασμού τον κόσμο. Όχι ο αντικαπνιστικός και το 1142 (αυτό ήταν το προτελευταίο), αλλά αυτό του εθνικού συντονισμού για τα ασυνόδευτα ανήλικα προσφυγόπουλα που φτάνουν στην Ελλάδα φεύγοντας από μία Κόλαση (νά την πάλι η Κόλαση) για να πέσουν σε μιαν άλλη (και νά τηνε ξανά), μια ελληνική, γαλανόλευκη Κόλαση που συνοδεύεται από πείνα, κρύο, αμορφωσιά, ξύλο, δουλειά ανήλικου σκλάβου στα χωράφια, και από βιασμούς — κάποιοι μιλούν και για εμπορία οργάνων, αλλά βέβαια θα υπερβάλλουν.
Ή μάλλον, να διορθώσω: το τελευταίο θέμα που συνάρπασε μέχρις σκασμού τον κόσμο ήταν της συντονίστριας των ασυνόδευτων παιδιών, και του Δοξιάδη — όχι των ίδιων των παιδιών.
Για τα παιδιά δεν ενδιαφέρθηκε σχεδόν κανείς από όσους πήραν μέρος στη συζήτηση. Ούτε για την πείνα, το κρύο, την αμορφωσιά, το ξύλο, τη δουλειά ανήλικου σκλάβου στα χωράφια, ούτε για τους βιασμούς.
Γιατί; Γιατί δεν έχουν σημασία τα παιδιά, ποτέ δεν είχαν σημασία τα παιδιά άλλωστε, και τέλος πάντων γιατί τίποτε δεν έχει σημασία αν πρέπει —αν προέχει— να καταχερίσουμε τον πολιτικό μας αντίπαλο, να κάνουμε ωραία λογοπαίγνια, να σηκώσουμε το φρύδι, να σκάσουμε ένα πονηρό χαμογελάκι, να δηλώσουμε τη συμπαράστασή μας, να βροντοφωνάξουμε την απέχθειά μας, να πάρουμε λάικ, να συγκεντρώσουμε καρδούλες, να κλείσουμε το ματάκι, να σουφρώσουμε τα χειλάκια, να μιλήσουμε για το παρελθόν, να πιάσουμε τα πράγματα ab ovo, από το αυγό της Λητούς, να ψιθυρίσουμε τον αντισημιτισμό μας, και άλλα όμορφα τέτοια. Δηλαδή, σοβαρά: για παιδιά θα μιλάμε τώρα; Μα είναι ποτέ δυνατόν;
Ή σάμπως μιλούσαμε για παιδιά πέντε χρόνια τώρα;
Μπα. Όχι. Για παιδιά δεν μιλήσαμε ποτέ. Όχι. Το είχαμε βουλώσει. Είχαμε μια τυλιγμένη κάλτσα ζουπηγμένη μέσα στο στόμα μας, που από πάνω το 'χαμε κολλημένο και με μονωτική ταινία γυρισμένη δέκα φορές γύρω από το κεφάλι μας. Δέκα φορές, για σιγουριά. Ξέρετε: όπως κάνουν στους απαχθέντες, για να μην ακούγονται. Με τη μικρή διαφορά πως εδώ ο καθένας από όσους δεν μιλούσαν είχε απαγάγει τον ίδιο του τον εαυτό. Και είχε χώσει μόνος στο στόμα την κάλτσα του. Για να σκάσει. Για να το βουλώσει. Για να μη βγάζει μιλιά. Για να κάνει μόκο.
Και έκανε πράγματι μόκο. Με την κάλτσα στο στόμα.
Γιατί δεν μιλάμε για τέτοια όταν ζούμε την επανάσταση. Γιατί τότε αυτά τα παιδιά δεν υπήρχαν, και δεν θα υπήρχαν όσο θα άναβε τις ωραίες φλόγες της και θα θέριευε η επανάσταση. Δεν είχαν γεννηθεί τότε αυτά τα παιδιά, αποκλείεται να είχαν γεννηθεί. Άρα δεν μπορούσαν και να πεινούν, και να κρυώνουν, και να μην πηγαίνουν σχολείο, και να τρώνε ξύλο, και να δουλεύουν στις φράουλες και να βιάζονται από Έλληνες άντρακλες. Δεν είχαν γεννηθεί, άρα δεν γινόταν και να πεθάνουν. Να τα πατήσει καμιά νταλίκα, ας πούμε. Όχι. Αυτά όλα είναι πράγματα που μπορούν να συμβούν μόνο υπό καθεστώς Δεξιάς.
Και κάπως έτσι πέρασαν κοντά πέντε χρόνια: με «αυταπαγωγές»? και με αυταπάτες. Ήταν ωραία, δεν ήταν; «Τι κάνατε όλα αυτά τα χρόνια;» «Λιαζόμασταν». «Συγχαρητήρια. Και τα παιδιά; Κάτι ακούστηκε για…;» «Ποια παιδιά, χρυσό μου; Έλα, σε παρακαλώ. Έλα μου, να χαρείς».
Οπότε, ναι, ήταν ένα άσχημο Σαββατοκύριακο αυτό από άποψη παραγωγής ειδήσεων, άρα και σημειωμάτων «γνώμης» όπως εδώ τα δικά μας. Τα θέματα που μας βγάζουν στα κάγκελα κρατούν καναδυό εικοσιτετράωρα όλα κι όλα, και μετά ξεχνιούνται απολύτως από το κοινό. Ξεχνιούνται από τους πάντες. Και βέβαια ξεχνιούνται από όσους ζούσαν με την κάλτσα στο στόμα όλα αυτά τα χρόνια. Τους απαχθέντες από τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτούς που δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν και δεν μιλούσαν.
Μα που τώρα θέλουν να τα πουν όλα. Να μιλήσουν για τα πάντα. Α! Μα βέβαια. Τι λύτρωση. Επιτέλους το στόμα τους είναι ελεύθερο.
Ίσως μονάχα, εδώ που τα λέμε, ν' αφήσουν —και πάλι— τα παιδιά απέξω. Μα με παιδιά θα ασχολούμαστε τώρα; Έλα, σε παρακαλώ. Έλα μου, να χαρείς.