Όσοι είχαν την τύχη να δουν την τουρκική τηλεοπτική σειρά «Σουλείμάν ο Μεγαλοπρεπής», θα θυμούνται ίσως τη σκηνή της άφιξης στο Τοπ-Καπί των φορτωμένων με ατελείωτα δώρα και εκλεκτά γαλλικά κρασιά απεσταλμένων του Φραγκίσκου του Α', βασιλιά της Γαλλίας, καθώς και το φαγοπότι που ακολούθησε τις συναντήσεις τους με τον Σουλτάνο επί των ημερών του οποίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφθασε στον κολοφώνα του μεγαλείου της.
Εκείνο που ίσως που τους διαφεύγει είναι ότι από εκείνες τις συναντήσεις έμεινε πίσω μια μοιραία για την τύχη της Αυτοκρατορίας του Σουλεϊμάν κληρονομιά: το καθεστώς των διομολογήσεων που ο Φραγκίσκος Α' επέβαλε στον Σουλτάνο το 1536 στο πλαίσιο της συμμαχίας του εναντίον του Αψβούργου Καρόλου Ε' της Ισπανίας για τον έλεγχο της Μεσογείου.
Χάρις σε αυτό τόσο οι ξένοι που εγκαθίσταντο για επαγγελματικούς λόγους εντός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και οι αλλοεθνείς χριστιανοί υπήκοοί της που θα επέλεγαν να υπαχθούν σε αυτό το καθεστώς έμπαιναν υπό την προστασία της Γαλλίας αποκτώντας φορολογικά και άλλα δικαιοδοτικά προνόμια.
Οι πρώτοι που επωφελήθηκαν ήταν οι εύποροι Έλληνες έμποροι και πλοιοκτήτες που έκτοτε άρχισαν να αναδεικνύονται σε επιδραστικούς οικονομικούς, και όχι μόνον, παράγοντες της ευρύτερης περιοχής
Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όμως, οι διομολογήσεις σήμαναν την μακροχρόνια αρχή του τέλους της την στιγμή ακριβώς που είχε αγγίξει την κορυφή της δόξας της.
Δυο αιώνες αργότερα ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1774) θα επίσπευδε το τέλος πυροδοτώντας τις αλυσιδωτές εξεγέρσεις των υποδούλων λαών οι οποίες μετέτρεψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον "Μεγάλο Ασθενή" του παγκόσμιου συστήματος. Ο διαμελισμός της θα συνιστούσε το μέγα «Ανατολικό ζήτημα» και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα θα ήταν αυτό που θα επανατροφοδοτούσε τους ενδοευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς μέχρις ότου η Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων βγάλει προσωρινά από το παιχνίδι την Ρωσία, η συνθήκη των Βερσαλιών (1919) θέσει εκτός ανταγωνισμού την Γερμανία ανακόπτοντας την πορεία της προς Ανατολάς και η συνθήκη της Λωζάνης (1923) αντικαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία με την σημερινή Τουρκική Δημοκρατία σταθεροποιώντας ταυτόχρονα την αγγλογαλλική "Εγκάρδια Συνεννόηση" μετά από οκτώ ολόκληρους αιώνες βρετανογαλλικών αυτοκρατορικών συγκρούσεων για την παντοκρατορία.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι βρετανογαλλικές διαφορές παρέμειναν τόσο έντονες ώστε να μην επιτρέψουν την αποτροπή της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ. Ο μεταξύ τους πόλεμος θα συνεχιζόταν από την εποχή του Σουλεϊμάν με διαφορετικά κάθε φορά μέσα.
Άλλωστε αν οι Γάλλοι είχαν εφεύρει τις διομολογήσεις τεσσεράμισι αιώνες πριν ο Νίξον βρει έναν αντίστοιχο τρόπο να διεισδύσει η Αμερική στην αγορά των 700000000 τότε Κινέζων, η Μεγάλη Βρετανία είχε εφεύρει με καθυστέρηση ενάμιση αιώνα σε σχέση με τους Γάλλους, αλλά τρισήμιση αιώνες πριν από την Μέρκελ, την έννοια της «διαμεσολάβησης» για να αποκτήσει τον δικό της επεμβατικό ρόλο στις υποθέσεις της Κεντρικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής.
Με αφορμή τον πόλεμο του 1699 ανάμεσα την Αυστρία, την Πολωνία, την Ρωσία και την Βενετία από την μια μεριά και από την άλλη τους οθωμανούς και τον Σουλτάνο Μουσταφά Β' (1695-1703), άρχισε να προωθεί τη στρατηγική της επέκτασης των κτήσεων της τους εκεί που οι Γάλλοι είχαν ήδη διεισδύσει διαφορετικά.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η παρουσία της Γαλλίας στον χώρο τής Μικρασίας και της Εγγύς Ανατολής ήταν εντυπωσιακή. Το 60% τοϋ Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους βρισκόταν υπό γαλλικό έλεγχο, ενώ η συμμετοχή των γαλλικών κεφαλαίων στη βιομηχανική και στην εμπορική ανάπτυξη της Αύτοκρατορίας έφτανε το 53,5%.
Εκείνο, όμως, που έκανε ακόμα μεγαλύτερη την διαφορά ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις της εποχής ήταν ότι οι μεν Άγγλοι θεωρούσαν τον πόλεμο συνέχεια της διπλωματίας με άλλα μέσα, οι δε Γάλλοι προτιμούσαν να κάνουν πόλεμο με πολιτισμικούς όρους ήπιας ισχύος (soft power). Υπερείχαν σε αυτόν από τον καιρό των σταυροφοριών και θα τον συνέχιζαν στην Εγγύς Ανατολή κεφαλαιοποιώντας όχι μόνον το πλεονέκτημα που είχαν αποκτήσει με τις διομολογήσεις και την προστασία που πρόσφεραν στις χριστιανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και με τα πρόσθετα πλεονεκτήματα που είχαν αποκτήσει ήδη από το 1914 με τα σχολεία των διαφόρων γαλλικών ιεραποστολών να εκπαιδεύουν πάνω από 90.000 μαθητές και την γαλλική γλώσσα να είναι η περισσότερο διαδεδομένη ξένη γλώσσα και η σχεδόν ημιεπίσημη του Οθωμανικού Κράτους.
Μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου η υπογραφή του γαλλοβρετανικού συμφώνου Sykes-Picot θα συγκεκριμενοποιούσε με σαφήνεια τις βλέψεις των δυο κρατών στην περιοχή. Το οθωμανικό έδαφος θα μοιραζόταν σε σφαίρες επιρροής με την Γαλλία να αναλαμβάνει τη διοίκηση της Συρίας, της Κιλικίας καί τοϋ Λιβάνου και στην Μ. Βρετανία να περνά το νότιο τμήμα τής Μεσοποταμίας με την περιοχή της Βαγδάτης ενώ τα εδάφη που βρίσκονταν νοτιότερα θα σχημάτιζαν μιαν αραβική ομοσπονδία που, με τη σειρά της, θα χωριζόταν επίσης σε ζώνες επιρροής.
Στην πραγματικότητα, όμως, η Γαλλία ούτε είχε ποτέ αντιμετωπίσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σαν χώρο εφαρμογής μιας κλασικής άποικιακής πολιτικής με προσάρτηση εδαφών ούτε ήθελε να το κάνει όπως το έκανε στην περίπτωση των υπερπόντιων κτήσεών της από την Καραϊβική και την Βόρεια Αμερική μέχρι την Ωκεάνια, την Πολυνησία την Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική. Μόνον όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1910 ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αύτοκρατορίας πρόβαλε ως αναπόφευκτος, η γαλλική κοινή γνώμη άρχισε να πιστεύει ότι η απώλεια τής Εγγύς Ανατολής θα αποτελούσε πλήγμα για το γόητρο της Γαλλίας και ενθάρρυνε την ίδρυση συλλόγων και οργανώσεων με επεκτατικές βλέψεις στην Εγγύς Ανατολή.
Πλην όμως ήταν σε βάρος της Γαλλίας, που άνοιξε το δρόμο για την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και της Ελλάδας, που πρώτη από τους Βαλκάνιους κέρδισε τον αγώνα της Ανεξαρτησίας της, που η ειρωνία της Ιστορίας θα έπαιζε τα πιο άσχημα παιχνίδια.
Μέσα σε δέκα χρόνια οι Γάλλοι θα έχαναν όσα πλεονεκτήματα είχαν κερδίσει τους πέντε προηγούμενους αιώνες.
Τον Δεκέμβριο του 1918 παραχώρησαν στους Βρετανούς την χρυσοφόρα πετρελαιοπαραγωγό περιοχή της Μοσούλης με αντάλλαγμα την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους στη Συρία, την Κιλικία και τον Λίβανο.
Και το 1921 θα προτιμούσαν να αποχωρήσουν και από την Κιλικία παρά να συνεχίσουν να την υπερασπίζονται αναμετρώμενος είτε με τον στρατό των κεμαλικών εθνικιστών είτε με τους ατάκτους που έκαναν πόλεμο φθοράς εναντίον των γαλλικών κατοχικών δυνάμεων.
Για μια ακόμα φορά η Γαλλία θα επένδυε στην οικονομική διείσδυση παρά στην εδαφική προσάρτηση. Τα οικονομικά ανταλλάγματα που πήρε από τον Κεμάλ για την παραχώρηση της Κιλικίας είχαν πράγματι μεγάλο και στρατηγικό οικονομικό ενδιαφέρον αφού συμφώνησε να της εκχωρηθούν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας των περιοχών που περιέρχονταν υπό τον έλεγχο του εθνικιστικού κινήματος.
Βλέποντας τους Άγγλους να χρηματοδοτούν την νικηφόρα μέχρι τότε ελληνική μικρασιατική εκστρατεία και τους Σοβιετικούς να εξοπλίζουν τον «απελευθερωτικό στρατό» των κεμαλικών, η γαλλική κυβέρνηση φοβήθηκε ότι θα έβγαινε η χαμένη της ιστορίας και άλλαξε την στάση της απέναντι στην Τουρκία. Επιχείρησε την γαλλοτουρκική προσέγγιση επικυρώνοντάς την με το σύμφωνο που υπογράφτηκε το 1921 στην πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής μικρασιατικής εκστρατείας.
Το μεγάλο θύμα της θα ήταν ο μικρασιατικός χριστιανισμός, που ξεριζώθηκε από την Κιλικία μετά την αποχώρηση των Γάλλων, και ο ελληνισμός που θα ξεριζωνόταν λίγους μήνες αργότερα από όλη την Μικρά Ασία.
Το χειρότερο, ίσως να ήταν ότι συμφώνησαν ατύπως να εγκαταλείψουν στα χέρια των κεμαλιστών το σύνολο του πολεμικού τους εξοπλισμού τον οποίο οι τελευταίοι θα έστρεφαν στην συνέχεια εναντίον των συμμάχων τους στην Αντάντ Ελλήνων. Ήταν το προοίμιο της τραγωδίας που θα ακολουθούσε με την Μικρασιατική καταστροφή και το δράμα των προσφύγων.
Τηρουμένων των αναλογιών, η Γαλλία διέπραξε τότε στην Εγγύς Ανατολή το μοιραίο λάθος που θα διέπραττε ενενήντα χρόνια αργότερα στην Βόρεια Αφρική με την ανατροπή του Καντάφι.
Έναν αιώνα μετά την τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος ένας νέος τουρκικός εθνικισμός, ισλαμικός αυτή τη φορά και γιαυτό επιθετικότερος, θα αντέστρεφε τους όρους της πολιτισμικής κυριαρχίας της Γαλλίας στην Εγγύς Ανατολή μεταφέροντας τον "ιερό πόλεμο" (τζιχάντ) εντός του γαλλικού εδάφους, είτε του μητροπολιτικού είτε των πρώην αποικιών στην Βόρεια και Κεντρική Αφρική.
Η στήλη έχει επανειλημμένα αναφερθεί σε αυτόν και δεν θα επεκταθεί τώρα επαναλαμβάνοντας το πώς ο Ερντογάν εργαλειοποιεί το πολιτικό Ισλάμ και τις μουσουλμανικές κοινότητες στην Ευρώπη θέτοντάς τες στην υπηρεσία του μεγαλοϊδεατικού οθωμανισμού του.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2020 ο Μπρούνο Τερτραί, Διευθυντής του Ιδρύματος Στρατηγικών Μελετών της Γαλλίας διαβεβαίωνε ότι ο Πρόεδρος Μακρόν και ο Πρωθυπουργός του, παρακολουθούν την επιθετική συμπεριφορά του τουρκικού ισλαμισμού πολύ – πολύ προσεκτικά και αυτή η διάσταση αναμφίβολα μετράει στη ζυγαριά όταν κοιτάζεις τις διαμάχες μεταξύ Άγκυρας και Παρισίων.
Αναφερόταν προφανώς στην επιθετική πολιτική που ασκεί η Άγκυρα οργανώνοντας, χρηματοδοτώντας και μετεκπαιδεύοντας σε τουρκικές σχολές ιμάμηδες και λοιπά στελέχη ισλαμικών θρησκευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων της Γαλλίας πολλά από τα οποία είναι γνωστό στις υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας ότι έχουν αποτελέσει και πιθανότατα αποτελούν ακόμη φυτώρια ριζοσπαστικοποίησης ισλαμιστών φονταμανταλιστών που στρατολογούνται από τρομοκρατικές οργανώσεις.
Ωστόσο ο Ερντογάν δεν φαίνεται να πτοείται ούτε καν παραμονές της συνόδου του Ευρωπαίκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου.
Στο τέλος του περασμένου μηνός γάλλοι καθηγητές κορυφαίων πανεπιστημίων της Κωνσταντινούπολης εξέφρασαν την ανησυχία τους για τον κίνδυνο να αποβληθούν εξ αιτίας των διπλωματικών εντάσεων μεταξύ Άγκυρας και Παρισιού.
Έξι μάλιστα από αυτούς δήλωσαν στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι αισθάνονται ως προσωπικά απειλούμενοι όμηροι του πολέμου μεταξύ των Προέδρων Ερντογάν και Μακρόν με τον πρώτο να κατηγορεί τον δεύτερο για κακομεταχείριση της μεγάλης γαλλικής μουσουλμανικής κοινότητας.
Σημειωτέον ότι το Πανεπιστήμιο Γαλατάσαραϊ στο οποίο υπηρετούν οι εν λόγω καθηγητές ιδρύθηκε το 1992 στον Βόσπορο κατόπιν συμφωνίας του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν και του Τούρκου Τουργκούτ Οζάλ, ένθερμου υποστηριχτή της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εμβληματικός θεσμός της γαλλοτουρκικής συνεργασίας.
Σήμερα έχει εξελίσεται σε σύμβολο γαλλοτουρκικής ψυχρότητας με μόνη εξαίρεση τις θερμές εκδηλώσεις συμπαράστασης από τους τούρκους συναδέλφους των Γάλλων καθηγητών.
Σύμφωνα με τους τελευταίους όλα άρχισαν τον περασμένο Σεπτέμβριο με αφορμή τις θέσεις που πήρε ο Γάλλος Πρόεδρος υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου κατά την διάρκεια της θερινής κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο.
Περιμένοντας την παραλαβή των ανανεωμένων αδειών παραμονής τους στην Τουρκία ειδοποιήθηκαν ξαφνικά και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις ότι αν ήθελαν να πάρουν άδειες παραμονής θα έπρεπε να περάσουν εξετάσεις επιπέδου proficiency στην τουρκική.
Τον περασμένο Δεκέμβριο μόνον έξι είχαν πετύχει στις εξετάσεις. Των υπολοίπων 15 οι αιτήσεις εκκρεμούν.
Από τα συμφραζομένων του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Τουρκίας αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για πράξεις αντιποίνων για την απόφαση της Γαλλίας να απαιτήσει την γνώση της γαλλικής από τους ξένης υπηκοότητας δασκάλους και ιμάμηδες της γαλλικής μουσουλμανικής κοινότητας. Με την διαφορά ότι στην Γαλλία αφενός είχαν δοθεί γραπτά και έγκαιρα πλήρεις εξηγήσεις, αφετέρου είχαν γνωστοποιηθεί οι προθεσμίες συμμόρφωσης στους νέους εκπαιδευτικούς κανονισμούς.
Το καταπληκτικό ήταν ότι από τους Γάλλους καθηγητές δεν ζητήθηκε να περάσουν τις εξετάσεις τους αποκλειστικά στο κυβερνητικό Ινστιτούτο Γιουνούς Έμρε το οποίο όμως ήταν κλειστό λόγω κορονοϊού!
Μετά από σχετικό διάβημα του γάλλου πρεσβευτή στον επικεφαλής του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου Yekta Sarac , στην εφημερίδα Haberturk δημοσιεύτηκε δήλωση του τελευταίου σύμφωνα με την οποία «θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να διευκολύνουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Γάλλοι καθηγητές μόλις η Γαλλία αλλάξει την συμπεριφορά της» (sic).
Στις 8 Μαρτίου η Ελληνική Μειονότητα Ίμβρου και Τενέδου ανέβασε tweet σύμφωνα με το οποίο η τουρκική κυβέρνηση, προκειμένου να αποτρέψει Έλληνες εκπαιδευτικούς από την διδασκαλία στην Τουρκία, τους ζήτησε να περάσουν εξετάσεις στην Τουρκική γλώσσα, για την έγκριση μιας νέας άδειας διδασκαλίας.
Τώρα που στη Γαλλία έχουν ανοίξει οι λογαριασμοί με την μετα-αποικιακή είναι ίσως και η στιγμή της εξαγωγής συμπερασμάτων για τις διαφορές του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή από τον Ερντογάν τον Ισλαμοεθνικιστή.