Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μια γειτόνισσά μας έχει ένα πόδι. Το δεξί της είναι κομμένο από τη μέση του μηρού και κάτω. Μεταποιεί κατάλληλα όλα της τα παντελόνια και τη βλέπεις πολύ συχνά έξω, όπου προχωρά με μεγάλη άνεση. Έχει ένα μικρό σκυλάκι και το βγάζει για βόλτα τις ίδιες περίπου ώρες που βγάζω τα δικά μας εγώ. Τις περισσότερες φορές, χρησιμοποιεί μία πατερίτσα. Κάποιες άλλες, δεν ξέρω με ποια αφορμή, κυκλοφορεί με ένα πρόσθετο μέλος, και χωρίς μπαστούνι. Είναι περίπου είκοσι πέντε ετών. Όμορφη και καλλίγραμμη κοπέλα. Τη λένε Μάρκετα.
* * *
Χθες έγιναν πολλά. Πολλά στον κόσμο μου, εννοώ. Και όλα τους, μέχρις ενός σημείου, πήγαν πίσω τις δουλειές μου —που τις κάνω με ωράριο από το οποίο δεν θέλω να παρεκκλίνω καθόλου—, και κατά συνέπεια με εξόργισαν και με έκαναν να φοβηθώ. Για παράδειγμα, κόλλησε ο υπολογιστής μου. Το παθαίνει συχνά γιατί είναι σχετικά παλιός και δουλεύει πολλές ώρες την ημέρα. Μάλιστα, δεν τον κλείνω ποτέ και είναι 24/7 συνδεδεμένος στο ίντερνετ.
Κόλλησε και, φυσικά —όταν τον άνοιξα μετά από κάπου μία ώρα, και μετά από δυο-τρεις αποτυχημένες επανεκκινήσεις συν μία ενημέρωση των Windows που νομίζω ότι δεν τη ζήτησα εγώ—, είχα χάσει ένα μέρος του κειμένου που έγραφα — πράγμα δηλαδή που σημαίνει επιπλέον δουλειά μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο πολύ αυστηρό, που δεν χωρά τέτοιες χασούρες.
Από την άλλη, διαπίστωσα πως το βιβλίο που ξεκίνησα να δουλεύω αυτές τις ημέρες δεν μπορεί να είναι λιγότερο από διπλάσιο σε όγκο από όσο είχα αρχικά προγραμματίσει. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος με έκανε να καταλάβω ότι έτσι έχανα έναν ολόκληρο μήνα —τουλάχιστον— από τις άλλες μου, ήδη προγραμματισμένες δουλειές. Όμως, αφ' ης στιγμής κατάλαβα πόσο λάθος είχα εκτιμήσει αρχικά τον απαιτούμενο όγκο δουλειάς, δεν μπορούσα, δεν μπορώ δηλαδή, να κάνω πίσω. Οπότε αυτός ο ένας —τουλάχιστον— μήνας εξαερώθηκε μέσα σε μια στιγμή. Έφυγε. Σαν διάφανος καπνός.
Και, ειλικρινά, δεν ξέρω πόσους μήνες διαθέτω ακόμη. Εκατόν είκοσι; Διακόσιους σαράντα; Περισσότερους; Δεν ξέρω.
Βέβαια, ο ένας χαμένος μήνας, συγκρινόμενος ακόμη και με τους εκατόν είκοσι (μια απαισιόδοξη πρόβλεψη), δείχνει ένα τίποτα. Σωστά. Αλλά δεν έχω χάσει μονάχα ένα μήνα στη ζωή μου, έχω χάσει πολύ περισσότερους. Όλοι μας έχουμε χάσει. Δεν αναφέρομαι μόνο στα τελευταία πέντε χρόνια που αναστάτωσαν τα πάντα και αποπροσανατόλισαν τους πάντες στην Ελλάδα — μιλώ γενικότερα. Αν το καλοσκεφτείς, και παρά το γλυκερό τού πράγματος, η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κολύμπι απέναντι σε κόντρα καιρό και κόντρα ρεύμα. Αυτά που θέλουμε στ' αλήθεια να κάνουμε πόρρω απέχουν, στην πλειονότητά τους, από αυτά που εντέλει αναγκαζόμαστε να κάνουμε. Δεν χρειάζεται να φέρω παραδείγματα, όλοι σας έχετε τα δικά σας — μία τροπαιοθήκη προσωπικών παραδειγμάτων.
Τώρα, γράφοντας αυτό το κείμενο, ο υπολογιστής μου έκλεισε άλλες δύο φορές. Κάθε φορά έχανα και από μία παράγραφο περίπου εκατό λέξεων — μάλιστα, την ίδια κάθε φορά. Δεν είμαι καθόλου προληπτικός ή κάτι τέτοιο, αλλά από ένα σημείο και μετά άρχισα να φτύνω (συμβολικά, δηλαδή «μαγικά») την οθόνη, όσο το μηχάνημα ξανάνοιγε βογκώντας, για να μη μου ξανακρασάρει. Πράγμα που ίσως πέτυχε, καθώς έγραψα και για τρίτη φορά αυτή την παράγραφο — και, ω! του θαύματος, είναι ακόμη εδώ.
Όμως οι μικρές μου ατυχίες (στ' αλήθεια, το ξέρω: ο κόσμος ξεχειλίζει δυστυχία, μα κάθε άνθρωπος έχει το προνόμιο να είναι το κέντρο του σύμπαντος, και ο πόνος από μία άτσαλα τραβηγμένη παρωνυχίδα επισκιάζει καμιά φορά στο μυαλό του τις κραυγές αγωνίας ακόμη και μιας πόλης που βομβαρδίζεται), οι μικρές μου ατυχίες, λέω, συνεχίστηκαν.
Μολονότι μεν έπρεπε να είχα ήδη τελειώσει αυτό το κείμενο εδώ και μισή ώρα —που βέβαια δεν θα ήταν αυτό το κείμενο, αυτές οι ίδιες λέξεις, αλλά ένα άλλο—, τυχαίνει, μαζί με εμένα, να είναι «προγραμματισμένα» και τα δυο σκυλάκια που έχουμε: ξέρουν πως αυτή είναι ή ώρα για την τρίτη βόλτα της ημέρας, τη μεσημεριανή. Όμως δεν μπορούσα να τα βγάλω βόλτα τώρα, γιατί έπρεπε να γράψω το κείμενο.
Τους το είπα. Με κοίταξαν. Δεν φάνηκε να το δέχτηκαν. Και δεν ήταν και σε θέση να το δεχτούν, γιατί δεν πάνε βόλτα απλώς για το γούστο, πάνε και για άλλα πράγματα — που δεν σηκώνουν αναβολή, μα ούτε καν και καθυστέρηση.
Είχαν δίκιο, ασφαλώς. Αλλά και πάλι, η δουλειά είναι δουλειά. Και έχει deadline. Τι να έκανα;
Όμως νά που ο υπολογιστής μου έκλεισε για ακόμη μία φορά. Ίσως ήθελε να μου πει πως δεν έπρεπε να του έχω πια εμπιστοσύνη, πως τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά με την υγεία του. Ίσως θέλει στ' αλήθεια να αποσυρθεί, να ανακυκλωθεί, να ξεκουραστεί και να περιμένει να τον σκεπάσει η λήθη.
* * *
Όλο αυτό το αντιλαμβάνονται και τα δύο σκυλάκια μας. Με βλέπουν που κοιτώ την οθόνη χωρίς να χτυπάω τα χέρια μου σ' αυτό το μακρόστενο μαύρο πράγμα μπροστά της, και επαναστατούν: «Βγάλε μας έξω. Βγάλε μας έξω ΤΩΡΑ». Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Οπότε βγαίνουμε έξω για μια —ελπίζω— γρήγορη βόλτα. «Θα κάνουμε τον κύκλο του τετραγώνου μόνο», τους λέω, «και θα γυρίσουμε πίσω. Δεκαπέντε λεπτά ακριβώς. Ούτε ένα παραπάνω. Έχω δουλειά και την έχω αργήσει». Δεν ξέρω αν με άκουσαν. Σε κάθε περίπτωση, αν πράγματι κατάλαβαν κάτι, δεν το έδειξαν. Απλώς κατεβήκαμε με το ασανσέρ, βγήκαμε έξω, έκαναν τι είχαν να κάνουν και αρχίσαμε τη βόλτα — αυτόν τον κύκλο του τετραγώνου.
Στο διάστημα των δεκαπέντε επόμενων λεπτών, θα σκεφτόμουν τι θα έγραφα στη συνέχεια του κειμένου μου — θα το αποστήθιζα, που λέει ο λόγος, ώστε να είμαι σε θέση απλώς να το «καθαρογράψω» όταν θα επέστρεφα στο σπίτι, και αφού πρώτα έβγαζα τα παπούτσια μου και τους έπλενα τα πόδια με τα μωρομάντιλα που έχουμε γι' αυτή τη δουλειά.
Στα πρώτα εκατό μέτρα είχα αποφασίσει να αλλάξω εντελώς το κείμενο. Θα έγραφα για την Thomas Cook που κατέρρευσε, και τη σχέση της με τη λογοτεχνία: είναι εκείνο το πρακτορείο ταξιδίων που μνημονεύεται περισσότερο από κάθε άλλο στα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα, ενώ χάρη σε αυτό ακριβώς ταξίδεψαν στο εξωτερικό δεκάδες πεζογράφοι για να δουν από κοντά τους τόπους στους οποίους ήθελαν να τοποθετήσουν τα βιβλία τους. Για παράδειγμα, η Άγκαθα Κρίστι (και το «Έγκλημα στον Νείλο»), μεταξύ άλλων. Θα έβρισκα —σκέφτηκα στα εκατόν πενήντα μέτρα—, έναν-δυο εύσχημους τρόπους για να γίνει το κείμενο κάπως πιο Liberal, κάπως πιο ταιριαστό στο Μέσον όπου εργάζομαι.
Στα διακόσια μέτρα, λύθηκε από το λουρί της η δική μας Άγκαθα. (Μια ονοματολογική σύμπτωση που δεν χρειάζεται να μας παραπλανά: Άγκαθα λέγεται το ένα από τα δύο σκυλάκια μας, το μικρό).
Τώρα, λέω πάντα —με στόμφο— σε όποιον θέλει να με ακούσει πως απαγορεύεται να βγάζουμε βόλτα τα σκυλιά μας χωρίς να βγαίνουμε βόλτα μαζί τους κι εμείς. Με έμφαση στο «μαζί τους». Και έχω δίκιο. Δεν παίρνουμε κινητό, δεν χαζολογούμε, δεν κοιτάμε δεξιά και αριστερά. Βγαίνουμε βόλτα μαζί — αλλιώς δεν έχει αξία, ας παίρναμε ένα χρυσόψαρο για κατοικίδιο. Και είναι επίσης δεδομένο ότι το ακολουθώ αυστηρά όλο αυτό, και χωρίς εξαιρέσεις.
Εκτός από χθες.
Αλλά χθες συνέβησαν και όλα τα άλλα που προείπα. (Μικρά και ασήμαντα, θα αντιτείνετε, και θα συμφωνήσω μαζί σας. Αλλά συνέβησαν). Εξαιτίας, δε, όλων αυτών, δεν είχα περάσει σωστά —νά τι έφταιξε— την ασφάλεια του λουριού στο περιστήθιο της Άγκαθα. Κι εκείνη, που είναι μικρή και παίζει πολύ, τα κατάφερε με κάποιον διαβολικό τρόπο και ξέφυγε.
Τρέφω παθολογικό φόβο για την ασφάλεια των σκυλιών μας, και κοιτώ πάντα καχύποπτα ακόμη και τους περαστικούς που διασταυρώνονται μαζί μας. Που βέβαια είναι καλοί, φιλήσυχοι άνθρωποι όλοι τους. Μα εγώ τούς κοιτώ καχύποπτα, έτσι κι αλλιώς. Οπότε, η Άγκαθα μακριά μου, λυτή, είναι κακά νέα για μένα — κι ας μην έχουμε καν αυτοκίνητα στη γειτονιά, κι ας είναι, ουσιαστικά, ένα σκέτο πάρκο.
Φώναξα στον Αρσέν, τον μεγάλο της αδελφό, να με ακολουθήσει, και έτρεξα πίσω από την Άγκαθα. Ο Αρσέν είχε να εξετάσει μια πολύ ενδιαφέρουσα μυρωδιά και δεν με άκουσε καν, και, μολονότι το κατάλαβα, δεν γινόταν να πάω πίσω και να τον πάρω στην αγκαλιά μου: έχανα χρόνο, και στο μεταξύ η Άγκαθα έστριβε τη γωνία αλαλάζοντας έκθαμβη και καταχαρούμενη.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, και όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπαν οι σαγιονάρες μου. Από το μυαλό μου πέρασαν όλα τα κακά που μπορούσαν να συμβούν στην Άγκαθα. Το ένα ήταν χειρότερο από το άλλο.
Λίγο πριν φτάσω κι εγώ στη γωνία και στρίψω, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από την αγωνία, η Άγκαθα γύρισε πίσω, μέσα σε μια άλλη αγκαλιά. Πάτησα φρένο για να μην πέσω πάνω στην κοπέλα που την κρατούσε γερά, σταθερά και αγαπησιάρικα με το ελεύθερο χέρι της και μου την έφερνε πίσω.
Ήταν η Μάρκετα.