Η επιδημία του κορωνοϊού υπήρξε αφορμή για διάφορες συζητήσεις: Για το πόσο γρήγορα μπορεί να διαδοθεί ένας ιός σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, για το πόσο γρήγορα μπορεί να αντιμετωπιστεί ένας ιός στις ίδιες συνθήκες χάρη στην παγκόσμια επιστημονική συνεργασία, για την αποτελεσματικότητα του κινεζικού καθεστώτος να χτίσει σε χρόνο ρεκόρ το περίφημο εκείνο νοσοκομείο, για την αποτυχία του να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά στα κρίσιμα πρώτα στάδια της διάδοσης του ιού. Άλλωστε, το ότι αν ο ιός είχε εγκαίρως αντιμετωπιστεί μπορεί και να μη χρειαζόταν αυτό το κατασκευαστικό ρεκόρ είναι το λιγότερο σημαντικό - το περισσότερο σημαντικό είναι ότι θα είχαν σωθεί χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.
Ανάμεσα στις ζωές που χάθηκαν πρόσφατα είναι ο άνθρωπος που διώχθηκε γιατί καταμαρτύρησε την εξάπλωση του κορονοϊού στα πρώτα του βήματα, ο οφθαλμίατρος Λι Γουενλιάνγκ. Όταν διαπίστωσε ότι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ασθενών στο νοσοκομείο που εργαζόταν είχε θετικά αποτελέσματα στις εξετάσεις για τον ιό, το ανακοίνωσε αρχικά σε μια κλειστή συνομιλία με συναδέλφους του, η οποία στη συνέχεια, καθώς εξελισσόταν η εξάπλωση του ιού, διαδόθηκε κι αυτή στο ευρύ κοινό.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το κινεζικό καθεστώς αντέδρασε και επέκρινε έντονα τον Λι Γουενλιάνγκ με τις συνήθεις γι’ αυτό κατηγορίες της διάδοσης ψευδών ειδήσεων, της διασποράς φόβου και ανησυχίας στους πολίτες και ούτω καθεξής.
Εντέλει βεβαίως, ο γιατρός δικαιώθηκε, καθώς η Κίνα αναγκάστηκε να παραδεχθεί την ύπαρξη του ιού, όμως ήδη καθώς είχε προσβληθεί από τον ιό, τελικά έφυγε από τη ζωή στις 7 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 33 ετών.
Ο θάνατός του προκάλεσε οργή τόσο μεταξύ των Κινέζων, όσο και στη διεθνή κοινότητα. Και ανέδειξε πάνω απ’ όλα τη σημασία της ελευθερίας του λόγου. Πόσες ζωές θα είχαν αλήθεια σωθεί αν κάποιος κατώτερος ή μεσαίος αξιωματούχος δεν είχε την ευχέρεια να φιμώσει την αποκάλυψη του γιατρού; Και σε ό,τι αφορά και μας εδώ στη Δύση, πόσο ευκολότερο είναι ένας κατώτερος ή μεσαίος αξιωματούχος να φιμώνει τέτοιες κρίσιμες πληροφορίες επικαλούμενος “ευγενείς στόχους” όπως η κοινωνική αρμονία, όταν πια συνηθίζουμε στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου για “ευγενείς στόχους”;
Την ελευθερία του λόγου τη χρειαζόμαστε ακριβώς για τέτοιες περιστάσεις. Είναι συχνά ζήτημα ζωής και θανάτου. Και το τίμημα που σοφά έχουμε επιλέξει να καταβάλλουμε είναι η βλακεία, η κακοήθεια, το τρολάρισμα όσων επιλέγουν να χρησιμοποιούν αυτή την ελευθερία για ποταπούς σκοπούς.
Ας μην το ξεχνάμε: Κάθε φορά που λέμε ότι το τίμημα αυτό έχει γίνει πια υπερβολικά δαπανηρό για τις κοινωνίες μας, κάθε φορά που επικαλούμαστε δήθεν ευγενείς σκοπούς για να ζητήσουμε περαιτέρω περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, εντέλει μπορεί να θέτουμε σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή μας. Ας θυμόμαστε τον αδικοχαμένο Λι Γουενλιάνγκ.