της Μαρίας Χούκλη
Η κουβέντα ξεκίνησε από τα «ανώδυνα». Μιλήσαμε για τον καιρό, για το πλήθος των τουριστών στην πλημμυρισμένη διάσημη πλατεία και για την ωραία συνεργασία δυο Ιδρυμάτων –της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης και του Ιδρύματος Λασκαρίδη– που αγαπούν εμπράκτως τα γράμματα, συνεργασία εξαιτίας της οποίας είχα την ευκαιρία να συναντήσω, μεταξύ άλλων αξιόλογων ανθρώπων, την Κατερίνα Δασκαλάκη, δημοσιογράφο με το Δ κεφαλαίο, πρώην ευρωβουλεύτρια (εξακολουθώ να μην το βρίσκω εύηχο) και συγγραφέα.
Πολύ γρήγορα η συζήτηση πέρασε στα «επώδυνα». Τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Πώς εξηγείται ο εκφυλισμός της πολιτικής αντιπαράθεσης σε καυγάδες για τα ελάσσονα, την ώρα που η χώρα είναι βαριά άρρωστη σε πολλά επίπεδα. Πώς εξηγείται να δικαιολογούν οι κυβερνώντες κάθε διάψευση των υπεσχημένων και κάθε θεσμική παρέκκλιση, φωνάζοντας περισσότερο από εκείνους που το καταγγέλουν.
Τότε, μου μετέφερε κάτι που έλεγε ο φιλόσοφος και σύντροφός της, Κώστας Αξελός. Φταίει το πάθος, αυτό ακυρώνει την ορθή σκέψη, της είχε πει κάποτε όταν συζητούσαν για τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα. Παραξενεύτηκα, γιατί υποτίθεται θέλουμε πολιτικούς με πάθος. Ναι, αλλά τι είδους πάθος είναι το ζήτημα. Τι θα έλεγε επ'' αυτού ο σπουδαίος στοχαστής;
Το πάθος κακώς το ταυτίζουμε μόνο με τον έρωτα και την ηδονή, είναι και το ισχυρό συναίσθημα της φιλοδοξίας, καθώς και πλήθος άλλων ψυχικών καταστάσεων, είναι οι υπερβολικές παρορμήσεις που συσκοτίζουν το προφανώς πρακτέο ή απευκταίο.
Στα εξοφθάλμως αποφεύξιμα ανήκει και η αποστροφή του Αλέξη Τσίπρα «θα πρότεινα στους αστυνομικούς να πάνε στη Θεσσαλονίκη, αν θέλουν να συλλάβουν κάποιον...», εννοώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός της χώρας όχι μόνο δεν βάζει στη θέση τους τους αστυνομικούς, ποιος είναι ο ρόλος τους και τα όρια των αρμοδιοτήτων τους –και δεν είναι ασφαλώς να συλλάβουν τον Χουλιαράκη, όσο κι αν έχει ευθύνη για την εφαρμοζόμενη πολιτική– αλλά δανείζεται το υπερβάλλον τυφλό «πάθος» τους και τους υποδεικνύει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως κάποιον που αξίζει να συλληφθεί! Ξαναλέω, ο επικεφαλής της κυβέρνησης, υπομειδιών, είπε εν ολίγοις ότι αν αξίζει σε κάποιον να μπουν χειροπέδες, είναι ο κύριος Μητσοτάκης. Οι αστυνομικοί, αφού νιώθουν ότι τους πνίγει το δίκιο, όχι να το διεκδικήσουν με νόμιμα μέσα, αλλά να καταπατήσουν τον νόμο και να κάνουν αυτό που γίνεται σε περιπτώσεις πολιτικής εκτροπής: να συλλάβουν αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης.
Θα μου πείτε ότι ο πρωθυπουργός δεν το εννοούσε ακριβώς, ήταν ας πούμε ένας twitter-ιστικου ύφους αστεισμός. Μην τα παίρνουμε και όλα τοίς μετρητοίς, ήταν σχήμα λόγου.
Ήταν ασχημία λόγου, όχι γιατί αφορούσε τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας, αλλά γιατί είναι σοκαριστικό να εκστομίζεται από τον πρωθυπουργό δυτικής δημοκρατίας αυτή η κουβέντα έστω και σε στιγμή πολιτικού πάθους, ενώπιον κομματικού ακροατηρίου.
Λίγη ώρα αργότερα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ερωτώμενος σχετικά από δημοσιογράφος στη συνέντευξη της ΔΕΘ, σχολίασε εντελώς ήπια στο συνειδητό φραστικό ατόπημα του κυρίου Τσίπρα. Ορθώς κατά την άποψη μου. Είναι τόσο ακραίο αυτό που ειπώθηκε από τον πρωθυπουργό, που δεν χρειάζεται να «φορτωθεί» με κοσμητικά επίθετα, ούτε να απαντηθεί με κάτι ανάλογο για να γίνει εξισορρόπηση εντυπώσεων.
Σ'' αυτήν τη χώρα, σ'' αυτήν την περίσταση δεν μας λείπει το καταστροφικό πολιτικό πάθος που αποδεικνύεται στέρφο στην παραγωγή λύσεων. Χρειάζονται λογικές φωνές, που θα γυρίσουν την πλάτη στον λαϊκισμό, ο οποίος μπορεί να έχει αριστερό ή δεξιό πρόσημο, και θα υποστηρίξουν μετά σθένους αυτό που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πορεία το ξέχασε. «Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Καλό είναι να βγει όρθια η κοινωνία από την κρίση, όμως όχι σε μια χώρα Φαρ Ούεστ.