Του Αλέξανδρου Σκούρα
Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές τα σενάρια για νέες μετεκλογικές συμμαχίες στα ευρωπαϊκά κόμματα αυξάνονται καθημερινά. Τους τελευταίους μήνες μόνο ακούστηκαν σενάρια για την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στους πιο «νορμάλ» ευρωπαίους σοσιαλιστές (PES) ή του Μακρόν στη Συμμαχία Φιλελεύθερων Δημοκρατών (ALDE).
Μάλιστα, το 2017 υπήρχε έντονη φημολογία περί ενδεχόμενης σύμπραξης του ALDE με το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του ακραίου λαϊκιστή Μπέπε Γκρίλο.
Αν σε αυτή την εικόνα προσθέσουμε και την μακροχρόνια ανοχή που δείχνει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα σε έναν απολυταρχικό ηγέτη όπως τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν, αρκετά ενδιαφέροντα ερωτήματα προκύπτουν στους παρατηρητές:
- Πώς γίνεται ένα ευρωπαϊκό κόμμα να γυρίζει την πλάτη σε ένα υπάρχον μέλος και να φλερτάρει ανοιχτά με τους πολιτικούς του αντιπάλους;
- Με ποια λογική υπήρξε σοβαρή συζήτηση μετεκλογικής συνεργασίας μεταξύ του κατεξοχήν αντιλαϊκίστικου ALDE και του κόμματος του Λαζόπουλου της Ιταλίας;
- Πώς είναι δυνατόν ο Όρμπαν με τις ρατσιστικές πολιτικές του, την καταπάτηση του κράτους δικαίου και τον ακραίο λαϊκισμό του να βρίσκεται κάτω από την ίδια στέγη με τους Χριστιανοδημοκράτες και τα άλλα ιστορικά κεντροδεξιά κόμματα της Ευρώπης;
Πολλοί θα δοκιμάσουν να απαντήσουν τα ερωτήματα αυτά μεμονωμένα. Άλλωστε, κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις έχει ξεχωριστές ιδιαιτερότητες που την καθιστούν μοναδική. Όμως, πέρα από τις ιδιαιτερότητες αυτές, όσοι γνωρίζουν λίγο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι Βρυξέλλες, μπορούν εύκολα να αντιληφθούν ότι εδώ υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο και ως συνήθως ο ελέφαντας αυτός αφορά το χρήμα.
Είναι κοινό μυστικό πως πέρα από τις όποιες ιδεολογικές, πολιτικές, ή ακόμα και μικροκομματικές σκοπιμότητες βρίσκονται πίσω από τις «μεταγραφές» ευρωβουλευτών, ένα κυρίαρχο κίνητρο για τις συζητήσεις αυτές είναι η αύξηση της αντιπροσωπευτικής ισχύος των ευρωπαϊκών κομμάτων. Αυτός ο παράγοντας είναι ιδιαίτερα σημαντικός, όχι μόνο γιατί όσους περισσότερους ευρωβουλευτές έχει ένα κόμμα αυξάνει την πολιτική ισχύ του αλλά και επειδή η χρηματοδότηση των ίδιων των κομμάτων και των ινστιτούτων τους εξαρτάται άμεσα από την εκλογική τους επιρροή.
Αυτό στην ουσία σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές γλυκοκοιτάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο επειδή φημολογείται η κεντρο-αριστερή ή προοδευτική του μετατόπιση αλλά διότι υπολογίζουν ότι θα τους φέρει και περισσότερα χρήματα στο ταμείο του κόμματος. Μην ξεχνάμε ότι το κυβερνών κόμμα εξέλεξε 6 ευρωβουλευτές το 2015 ενώ η Ελιά μόλις 2.
Αντίστοιχα, ο Όρμπαν σε περίπτωση που έφευγε από το ΕΛΚ θα στερούσε τουλάχιστον 10-12 ευρωβουλευτές από την παράταξή του, μειώνοντας την εκλογική της δύναμη κατά περίπου 5%. Αυτό, πέραν των πολιτικών συνεπειών θα είχε και σημαντικές οικονομικές συνέπειες.
Τη στιγμή λοιπόν που τα περισσότερα κόμματα κάνουν ιδεολογικές και πολιτικές εκπτώσεις προκειμένου να αυξήσουν τους αριθμούς των ευρωβουλευτών τους, η ανακοίνωση του Κυριάκου Μητσοτάκη με την οποία ζητεί την απομάκρυνση του Όρμπαν από το ΕΛΚ αποτελεί μία ιδιαίτερα θαρραλέα και τίμια στάση η οποία ταράζει τα νερά στις Βρυξέλλες και θυμίζει σε όσους παρακολουθούν χωρίς κομματικές παρωπίδες πως η επικράτηση του λαϊκισμού δεν είναι μοιραία ή αναπόφευκτη.
Ας ευχηθούμε ότι η ηγεσία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος θα σταματήσει τους συσχετισμούς με την ακροδεξιά του Όρμπαν και θα υψώσει το ανάστημά της ενόψει ευρωεκλογών. Το κόστος δεν θα είναι αμελητέο αλλά η κεντροδεξιά θα μπορέσει να ανακτήσει αρκετή από τη χαμένη της ακεραιότητα.