Ας υποθέσουμε ότι από όσα προβλήματα έχουμε με την Τουρκία το μικρότερο είναι οι προκλήσεις της. Κυρίως οι λεκτικές σαν κι αυτές στις οποίες για μια ακόμα φορά επιδόθηκε χθες ο Τσαβούσογλου μιλώντας στην Αττάλεια σε συγκέντρωση οπαδών του κυβερνώντος κόμματος πριν αναχωρήσει για την κατεχόμενη Κύπρο.
Ας πούμε ότι λέγοντας ότι "πήγαμε στο πεδίο και βάλαμε τη σημαία μας να κυματίζει στην Ανατολική Μεσόγειο. Και τώρα όλοι έχουν μάθει πώς να συνεργάζονται με την Τουρκία", απευθυνόταν, αν και υπουργός εξωτερικών, στην εσωτερική κοινή γνώμη της Τουρκίας προκειμένου να δικαιολογήσει τον επιδιωκόμενο συμβιβασμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την έναρξη των διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα.
Ας θεωρήσουμε ότι ο Τσαβούσογλου εκπροσωπεί την "σκληρή γραμμή" του καθεστώτος Ερντογάν και πλειοδοτεί σε επιθετικότητα ανταγωνίζομενος άλλα κέντρα εξουσίας (π.χ. Ακάρ ή Καλίν) εντός του ίδιου καθεστώτος, που μάχονται για την αύξηση της επιρροής τους και την ενίσχυση της θέσης τους ενόψει επερχόμενων πολιτικών εξελίξεων στην γείτονα.
Ας δεχθούμε, τέλος, ότι αυτές οι λεκτικές προκλήσεις δεν προοιωνίζονται τίποτα για την συνέχεια που η Τουρκία θα δώσει στο "άνοιγμά" της προς την Δύση και στην προσπάθεια που καταβάλει να πάρει το "πιστοποιητικό καλής διαγωγής" για να αποτρέψει την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων και κυρίως για να ανοίξει τους διαύλους επικοινωνίας με τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου.
Ας συγκρατήσουμε, με μια κουβέντα, ως δεδομένο ότι με ή χωρίς κρίσεις μεγαλείου και ρητορικές εξάρσεις η Τουρκία θα έχει πάντα ως στρατηγικό της στόχο την επιβολή της επικυριαρχίας στην περιοχή και την ανάδειξή της σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις που υπερβαίνουν τα όρια ακόμα και της επονομαζόμενης "Γαλάζιας Πατρίδας".
Το ερώτημα είναι αν και τι μπορεί να αλλάξει στα προβλήματα που δημιουργεί στην Ελλάδα η επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας η σύγκλιση στις αρχές Μαρτίου της πενταμερούς διάσκεψης που ο ΓΓ του ΟΗΕ συγκαλεί στην Νέα Υόρκη για το κυπριακό ενόψει της οποίας ο Έλληνας Πρωθυπουργός προγραμματίζει συμβολική επίσκεψη στην Λευκωσία προκειμένου να συντονιστούν τα βήματα με τον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη σε αυτήν την άτυπη μεν αλλά ενδεικτική για τα μελλούμενα διαδικασία.
Το σίγουρο είναι ότι στα προβλήματα που αφορούν στα μελλούμενα έχει πλέον προστεθεί το ιδιαίτερης σημασίας σημείο των καιρών που εμφανίστηκε προσφάτως με την αλλαγή, ύστερα από 47 χρόνια, της θέσης του ΓΓ του ΟΗΕ για το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να επιτευχθεί η λύση του κυπριακού ζητήματος.
Αντί ο τελευταίος, ως θεματοφύλακας των αποφάσεων που από το 1974 έχει λάβει το Συμβούλιο Ασφαλείας, να εμμένει σε αναζήτηση λύσης στη βάση της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως ίσχυε σε όλες τις προηγούμενες συνομιλίες για το ζήτημα, αφήνει τώρα ανοιχτή την διαδικασία σε υποβολή οποιασδήποτε νέας ιδέας κρίνουν τα εμπλεκόμενα μέρη ότι μπορεί να καταστήσει "παραγωγικότερη" την συζήτηση για το μέλλον του νησιού.
Πρόκειται καταφανώς για κίνηση που αβαντάρει εμμέσως πλην σαφώς την διακηρυγμένη πλέον θέση της Τουρκίας και της νέας τουρκοκυπριακής ηγεσίας υπέρ της λύσης δύο κρατών που ήταν ως τώρα εκτός πάσης συζητήσεως.
Παραδόξως (;) την φορά αυτή η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε σχεδόν ακαριαία. Δια του Ζοζέπ Μπορρέλ, Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης επί Θεμάτων Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας, αφενός απαίτησε να είναι παρούσα στην πενταμερή, αφετέρου ξέκοψε το ενδεχόμενο να αποδεχθεί η ΕΕ οποιαδήποτε τέτοια λύση. Άλλωστε μια λύση δυο κρατών αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, ανοίγει την πίσω πόρτα για να βάλει η Τουρκία το πόδι της στα εσωτερικά των 27 κρατών-μελών και δημιουργεί ένα προηγούμενο επικίνδυνο για την συνοχή της Ένωσης.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι αν ο Γκουτέρες άφησε ανοιχτό το θέμα της βάσης πάνω στην οποία θα συζητηθεί η λύση του κυπριακού επειδή δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ένα αδιέξοδο με το "καλημέρα" ή επειδή πιστεύει πράγματι ότι Τουρκία και Τουρκοκυπριακή ηγεσία έχουν δίκιο ισχυριζόμενες ότι έχουν διαμορφωθεί "νέες πραγματικότητες" και ότι μια λύση που δεν βρέθηκε επί 47 ολόκληρα χρόνια δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί τώρα που οι γενιές της κατοχής και της εισβολής εκλείπουν σιγά-σιγά από την ζωή και όσες είναι εν ζωή έχουν αρχίσει να απεμπολούν τις περιουσίες τους και να ξεχνάνε τα βιώματά τους.
Είναι άραγε δική του ωριμότερη σκέψη ή προϊόν παρασκηνίου με υποβολείς που έχουν συμβιβαστεί, αποδεχθεί ή/και προωθούν ενεργά την πραγμάτωση του οράματος της "Γαλάζιας Πατρίδας";
Για τα εξής μόνον πράγματα φαίνεται να μην υπάρχει αμφιβολία:
Το πρώτο είναι ότι στο Κραν Μοντανά, το ελβετικό θέρετρο, δηλαδή, όπου πραγματοποιήθηκε και ναυάγησε το καλοκαίρι του 2017 ο τελευταίος γύρος των συνομιλιών για το κυπριακό, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκανε το λάθος, για λόγους μάλλον μικροπολιτικούς, να χάσει την τελευταία ευκαιρία που δόθηκε για μια συγκριτικά ανώδυνη λύση ομοσπονδιακού χαρακτήρα, με επιστροφή εδαφών στους ελληνοκύπριους, σταδιακή αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και επανένωση του νησιού.
Το δεύτερο είναι ότι έκτοτε δημιουργήθηκε ένα διαπραγματευτικό κενό από το οποίο η Τουρκία εξακολουθεί να επωφελείται κλιμακώνοντας ανεμπόδιστη τις προκλήσεις της και την τακτική της δημιουργίας νέων τετελεσμένων. Όταν στις αρχές του καλοκαιριού του 2019 οι ελληνοκύπριοι ξύπνησαν ένα πρωΐ με το Γιαβούζ να αρμενίζει στα ανοιχτά της Πάφου, ήταν πια πολύ αργά για να ανατραπούν τα νέα δεδομένα που αφορούσαν στην κυπριακή ΑΟΖ. Καθόλου τυχαία ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που οι Βρετανοί μίλησαν επισήμως για "αμφισβητούμενης κυριαρχίας ύδατα".
Το τρίτο είναι ότι αποδείχτηκε ότι η Λευκωσία είχε υπερεκτιμήσει την προστασία που της προσέφερε η εγκατάσταση ισραηλινών, γαλλικών, ιταλικών και αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών στα οικόπεδα που είχε εκχωρήσει προς εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και δεν είχε φροντίσει να επανέλθει στις συνομιλίες για λύση του κυπριακού πριν αυτό καταστεί μέρος της ευρύτερης γεωπολιτικής κρίσης της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής (Συρία) και της Βόρειας Αφρικής (Λιβύη).
Το τέταρτο είναι ότι αντί να πιέζει την διεθνή κοινότητα για επίσπευση της εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για λύση Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας με τρόπο που θα εξέθετε την Τουρκία αν κρατούσε αρνητική της στάση, άρχισε να σιγοψιθυρίζει δεξιά και αριστερά ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια άλλη πιο λειτουργική, βιώσιμη και εναλλακτική λύση.
Το πέμπτο είναι ότι από την ελληνοκυπριακή πλευρά δεν ελήφθησαν καν υπόψη οι αλλαγές των διεθνών ενεργειακών σχεδιασμών ούτε των συσχετισμών που μεταβλήθηκαν μετά την αμερικανική αναδίπλωση από την περιοχή και την ανατροπή των ισορροπιών που επέφερε η ανάδυση ενός νέου πολυμερούς διεθνούς συστήματος. Στο πλαίσιο του οποίου ο μεν περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας αναβαθμίστηκε, η δε Κύπρος έγινε ένας μειωμένης βαρύτητας συντελεστής μιας πολύ πιο σύνθετης γαιωπολιτικής εξίσωσης.
Το χειρότερο για την Λευκωσία είναι ότι δεν πρόλαβε ούτε την αποδυνάμωση του Ακιντζή, του προηγούμενου αποστασιοποιημένου από την "μητέρα πατρίδα" ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ούτε την άνοδο στην εξουσία της "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" του φερέφωνου της Άγκυρας που είναι ο νεοεκλεγής ηγέτης της.
Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι όχι μόνο δεν γεφυρώθηκε ποτέ το ρήγμα μεταξύ των υποστηριχτών του "ναι" και του "όχι" στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν το 2004, αλλά δεν αποθαρρύνθηκαν καν τα συμφέροντα που ανέκαθεν εναντιωνόντουσαν στην λύση και την επανένωση ούτε διασκεδάστηκαν οι "φοβίες" που στάθηκαν πάντα εμπόδιο στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δυο κοινοτήτων.
Αντιθέτως, και ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Συρία, ενισχύθηκαν στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας οι φωνές που έλεγαν ότι "με αυτήν την Τουρκία δεν μπορούμε να συνομιλήσουμε" καθώς και οι τάσεις που πλέον διαμορφωνόντουσαν με την λογική "καλύτερα αυτοί από εκεί και εμείς από 'δώ".
Όχι ότι ήταν ποτέ ανεπιφύλακτη η στάση των αδελφών Κύπριων απέναντι στην ομοσπονδιακή λύση και απροβλημάτιστη μπροστά στις περιπλοκές που θα μπορούσε να έχει στο άμεσο μέλλον η εφαρμογή της αρχής της "πολιτικής ισότητας" στην διακυβέρνηση του ομοσπονδιακού κράτους. Αλλά πάντως ήταν στην πλειοψηφία τους πεπεισμένοι ότι η "επανένωση της πατρίδας" τους ήταν προτιμότερη από την διχοτόμησή της.
Ακόμα και τώρα που η τελευταία βρίσκεται προ των πυλών, είναι αμφίβολο αν σε περίπτωση δημοψηφίσματος θα υπερψηφιζόταν η "διζωνική δικοινοτική ομοσπονδιακή λύση με πολιτική ισότητα".
Στα κατεχόμενα διότι οι έποικοι, όπως αποδείχτηκε και στις "προεδρικές εκλογές" του περασμένου Νοεμβρίου, έχουν αυξηθεί, πληθυνθεί και ενσωματωθεί, έστω και προκαλώντας τις αντιδράσεις των πιο κοσμικών και κοσμοπολιτών γηγενών.
Στην ελεύθερη Κύπρο διότι, όπως και στην κατεχόμενη", ο πληθυσμός δεν είναι ούτε έτοιμος ψυχολογικά και κοινωνικά να συνυπάρξει ούτε πρόθυμος να εφαρμόσει μια συμφωνία που δεν θα τον πείθει για την λειτουργικότητά της.
Πρώτα από όλα διότι εξακολουθεί μεγάλο μέρος των ελληνοκυπρίων να διακατέχεται από την ανασφάλεια που αποτελεί κατάλοιπο του δράματος του 1974.
Κατά δεύτερο διότι ιδιαίτερα στην νεότερη γενιά των ελληνοκυπρίων, εκτός από την απουσία βιωμάτων συνύπαρξης, υπάρχει άγνοια της ιστορίας των λαθών που οδήγησαν στη χάραξη της σημερινής "πράσινης γραμμής" αντιπαράθεσης των δυο πρώην σύνοικων στοιχείων.
Κατά τρίτον διότι η έλλειψη ομοσπονδιακής κουλτούρας σε συνδυασμό με την μηντιακή και πολιτική ισχύ που έχουν αποκτήσει οι "οργανωμένοι απορριπτικοί" συνιστούν πολύ σοβαρό παράγοντα αρνητικού επηρεασμού της κυπριακής κοινής γνώμης.
Αν σε αυτά προστεθεί και το χαοτικό πολιτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί ενόψει των βουλευτικών εκλογών του προσεχούς Μαΐου και σε συνέχεια της αποκάλυψης σειράς σκανδάλων περί την έκδοση των κυπριακών "χρυσών διαβατηρίων" για μη ευρωπαίους επενδυτές εντός ή εκτός εισαγωγικών, το σίγουρο είναι ότι πλέον το κυπριακό αποτελεί τον πιο αδύναμο αλλά ταυτόχρονα και κρίσιμο κρίκο της αλυσίδας που χωρίζει την Τουρκία από την επίτευξη του στόχου της μεταφοράς της πίεσης από το Αιγαίο στην Ανατολική Μεσόγειο και από εκεί στην υπονόμευση της διαπραγματευτικής ισχύος της Ελλάδας τόσο απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους της όσο και απέναντι στους υπερατλαντικούς συμμάχους της.
Όχι μόνο γιατί με την αποδυνάμωση της ελληνοκυπριακής διπλωματίας διευκολύνεται η προσπάθεια της Τουρκίας να αποσπάσει στην Ανατολική Μεσόγειο τα ανταλλάγματα που δεν κατάφερε να αποσπάσει στο Ανατολικό Αιγαίο. Αλλά γιατί προβάλλοντας την λύση των δυο κυπριακών κρατών της δίνεται η ευκαιρία να κάνει μια ακόμα επίδειξη καλής θελήσεως και "μεγαλόψυχης" διπλωματίας για το καλό της…Δύσης.
Διότι, βέβαια, είναι μάλλον απίθανο ότι η Τουρκία θα επιμείνει μέχρι τελικής πτώσης στη λύση των δύο κυπριακών κρατών.
Πρώτον, γιατί κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει δεκτό από την ΕΕ στην οποία η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να "ανοίγεται" μέχρι να ξεπεράσει την οικονομική της κρίση.
Δεύτερον γιατί μια τέτοια λύση είναι δυνάμει παράγοντας περαιτέρω αποσταθεροποίησης της περιοχής, πράγμα που προφανώς δεν θα ενθουσιάσει τους πολύ καλούς γνώστες του κυπριακού που είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου και το State Department για την συνεννόηση με τους οποίους ο Ερντογάν καταφανώς αδημονεί.
Είναι μάλλον προφανές ότι η Τουρκία, παρά τις περί του αντιθέτου προειδοποιήσεις της, θα "συμβιβασθεί" τελικά με μια λύση Συνομοσπονδίας, χαλαρότερου ή αυστηρότερου χαρακτήρα.
Όμως εν τω μεταξύ, εκτός από τις εντυπώσεις, θα έχει κερδίσει και την συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της "τουρκοκυπριακής ομοσπονδιακής συνιστώσας" δημιουργώντας ένα νέο τετελεσμένο και μάλιστα κοινή συναινέσει.
Θα είναι το αντάλλαγμα που ο Ερντογάν θα ζητήσει για την … υποχώρησή του από την λύση των δυο κρατών.
Και είναι πολλοί οι διεθνείς παράγοντες που θα θεωρήσουν ότι πρόκειται για "έντιμο συμβιβασμό"κατόπιν του οποίου το μπαλάκι επιστρέφει στην ελληνική πλευρά. Ο δρόμος για μια "θετική ατζέντα" ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων θα έχει τότε ανοίξει υπό την απειλή της διακοπής των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών και η Ελλάδα θα μείνει με την αναμονή ενδοευρωπαϊκών πια εξελίξεων.