Κάθε κρίση είναι και μία ευκαιρία λένε οι Κινέζοι. Στις μέρες μας η κυβέρνηση βρίσκεται συνεχώς ενώπιον διαφόρων κρίσεων οι οποίες κατά κανόνα είναι απρόβλεπτες. Οι κρίσεις αυτές δεν προκύπτουν από κυβερνητικές αποφάσεις αλλά από διάφορους εξωγενείς παράγοντες είτε αυτοί αφορούν την πανδημία είτε, για παράδειγμα, την κατά τον πρωθυπουργό “απαράδεκτη συμπεριφορά” ενός αστυνομικού στο περιστατικό της Νέας Σμύρνης. Μπροστά σε αυτές τις κοινωνικοπολιτικές κρίσεις οι πολίτες, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί έχουν δύο κυρίως επιλογές. Είτε να “παίξουν” το πολιτικό παιχνίδι είτε να προσπαθήσουν να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το ζήτημα της αστυνομικής βίας. Αμέσως μόλις έλαβε έκταση το βίντεο από τη Νέα Σμύρνη, οι πολιτικές δυνάμεις διαμόρφωσαν το αφήγημά τους. Από τη Νέα Δημοκρατία, μέχρι να τοποθετηθεί ο πρωθυπουργός στη Βουλή, το ζήτημα ήταν η ανεύθυνη στάση του ΣΥΡΙΖΑ που εν μέσω πανδημίας συμμαχεί με τους αναρχομπάχαλους δείχνοντας ανευθυνότητα έναντι της δημόσιας υγείας. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να μιλάει για αστυνομοκρατία και τα γνωστά αντιδεξιά του σύνδρομα. Η πόλωση που έχει δημιουργηθεί ωφελεί, δυστυχώς, και τα δύο κόμματα. Η ΝΔ θέτει το εκλογικό κοινό της μπροστά στο δίλημμα ή “νόμος και τάξη” ή μπάχαλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τις κοινωνικές κινητοποιήσεις χτίζει την επόμενη γενιά ακτιβιστών και βρίσκει επιτέλους ένα προνομιακό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης μετά από ενάμιση χρόνο άκαρπης και αναποτελεσματικής αντιπολίτευσης.
Το κακό με την πόλωση είναι ότι αποτρέπει τη σύνθεση μειώνοντας έτσι την πιθανότητα κάποιας λύσης ή έστω μίας βελτίωσης διότι οδηγεί τις πολιτικές δυνάμεις και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης “εντός των τειχών”. Το πρόβλημα της αστυνομικής βίας όμως παραμένει εκεί, στη θέση του, ακλόνητο και επιβλητικό. Εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια οργανισμοί όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν επισημάνει πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει αύξηση των φαινομένων αστυνομικής βίας. Παράλληλα όλοι θυμόμαστε τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στα εκλογικά τμήματα των αστυνομικών. Υπάρχει πολύς καπνός εδώ για να τον αγνοήσουμε όπως αγνοήθηκαν τα πορίσματα της έκθεσης Αλιβιζάτου πριν από ένα χρόνο από τον αρμόδιο υπουργό.
Το χειρότερο από όλα αυτά είναι ότι το ζήτημα της αστυνομικής βίας δεν θα έπρεπε να έχει ιδεολογικό πρόσημο. Αφήνοντας έξω από την εξίσωση τον φιλελευθερισμό, ο οποίος είναι πάντοτε κατά της καταχρηστικής βίας εξ ορισμού και από όπου κι αν προέρχεται, την αστυνομική βία πρέπει και η αριστερά και η δεξιά να την αντιμετωπίζουν ως θέμα που θίγει την ποιότητα του πολιτεύματος. Και επειδή το ζήτημα αυτό είναι σοβαρό και αφορά τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας, καμία πολιτική παράταξη δεν πρέπει να πετάξει στα σκουπίδια την ευκαιρία που έχει γεννηθεί για να μεταρρυθμιστεί ο τρόπος λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε έτοιμος για κάτι τέτοιο στη Βουλή πριν λίγες μέρες, όμως σίγουρα δεν αρκεί να το θέλει μόνος του. Η παράταξή του οφείλει να ακούσει προσεκτικά τα αιτήματα των ημερών, να διαχωρίσει τον μικροκομματικό θόρυβο που προκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τις γνήσιες ανησυχίες των πολιτών που έχουν κουραστεί από μία αστυνομία που αρκετά συχνά δίνει την εντύπωση ότι δεν σέβεται πάντοτε όλους τους πολίτες όπως οφείλει. Και πάνω σε αυτή τη βάση να βοηθήσουν τον πρωθυπουργό να εξυγιάνει αυτό το κρίσιμο για τη δημοκρατία μας σώμα.