Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Τις προάλλες ένας καλός φίλος, λίγο μεγαλύτερος από εμένα στην ηλικία, ανακοίνωσε μέσω της προσωπικής του Σελίδας στο Facebook ότι αποσύρεται από την κούρσα των Ευρωεκλογών για λόγους υγείας. Έσπευσα να τον ρωτήσω τι συμβαίνει, καθώς θορυβήθηκα έντονα. Όπως μου δήλωσε αυτολεξεί, «Ο καρδιολόγος μου μου απαγόρευσε κάθε περεταίρω έντονη πολιτική δραστηριότητα και οπωσδήποτε την υποψηφιότητά μου στις εκλογές — για να μη με χάσετε. Τα συμπτώματα είναι μεν ελαφρά, αλλά το παραπάνω στρες απλώς απαγορεύεται».
Του ευχήθηκα περαστικά και του εξέφρασα την ούτως ή άλλως δεδομένη ηθική στήριξή μου σε ό,τι κι αν επιλέξει να κάνει, καθώς τον υπολήπτομαι απολύτως. Ηθική, δεδομένου ότι ο πολιτικός σχηματισμός με τον οποίο ήταν να κατέβει ήταν μεν 100% φιλοευρωπαϊκός, αλλά μικρός και χωρίς δυνατότητα επιτυχίας — εγώ θα συμπορευτώ εκλογικά, δια της ψήφου μου, με τη Νέα Δημοκρατία, όπως το κάνω από τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015. (Με την έμφαση στο «Ιανουαρίου»).
Λογικό και επόμενο ήταν να σκεφτώ, στη συνέχεια, πόσο μάς στοιχίζει γενικά η έκθεσή μας στην πολιτική — όχι ως υποψηφίων, αν και πολλοί ανάμεσά μας είναι, και καλά κάνουν, αλλά ως ανθρώπων που δημοσία υποστηρίζουν συγκεκριμένες απόψεις, δηλώνουν τη στήριξή τους σε συγκεκριμένα κόμματα και την αντιπάθεια, την απέχθεια ή και το μίσος τους σε άλλα.
Και όλα αυτά (γιατί πώς αλλιώς να εκφραστεί το μίσος;…) με έντονο τρόπο, με φωνές, με μεγάλα λόγια, με αναλύσεις, με προγραμματισμό, και αναλισκόμενοι επί ώρες και ώρες καθημερινώς, και επί χρόνια πλέον, σε έναν αγώνα, αν όχι πέρα για πέρα άγονο, πάντως ασφαλώς με εξαιρετικά μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας από όσες θα δικαιολογούσαν η ένταση με την οποία προβάλλουμε τα επιχειρήματά μας και ο τόνος με τον οποίο «συνομιλούμε» με τους πολιτικούς μας αντιπάλους.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να περιγράψεις αυτή την αντιπαράθεση. Σε περιπτώσεις όπως η δική μου, που σπανιότατα απευθύνομαι σε ανθρώπους της απέναντι πλευράς —το έκανα κυρίως την περίοδο μετά το Μάτι, όταν επί ημέρες μού ήταν αδύνατον να κοιμηθώ ή καν να σκεφτώ καθαρά, ενώ εκ των υστέρων το μετάνιωσα—, μοιάζει σαν να έχεις να βαλθεί να βάψεις λευκό έναν τοίχο που είναι ήδη λευκός. Και μάλιστα χρησιμοποιώντας ένα πολύ μικρό πινέλο, σαν αυτό που έχει το μπλάνκο, το διορθωτικό.
Μόλο που και εγώ μιλώ για τους «άλλους», απευθύνομαι μόνο σε ομοϊδεάτες. Οτιδήποτε περισσότερο από αυτό, δεν το αντέχω. Αυτό το echo chamber, που λένε, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να ανακαλύψει κανείς μέσα στη σιχαμένη πολιτική εποχή μας για να βρει την υγειά του. Όποιος το κατηγορεί, είναι βλαξ. Όχι άσχετος ή βλαξ, βλαξ σκέτο. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά τι συμβαίνει «εκεί έξω». Δεν χρειάζεται να το λουζόμαστε κιόλας. Προς Θεού.
Γι' αυτό, Συμβουλή Πρώτη:
Μην ασχολείστε με ανθρώπους που έχουν άλλες πολιτικές ή κομματικές εκτιμήσεις από εσάς — ποτέ. Είστε πεσμένος σε μία λίμνη με πιράνχας. Αυτό είναι μία δεδομένη κατάσταση. Δεν πιάνετε κουβέντα με τα πιράνχας. Προσπαθείτε να βγείτε από τη λίμνη. Αλλιώς θα σας φάνε τα πιράνχας. Και, όταν σας φάνε, θα είστε εσείς το πιράνχας.
Ένας άλλος τρόπος για να περιγραφεί η παραπάνω αντιπαράθεση είναι αυτός των αντιπάλων οπαδών. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς καταλαβαίνετε πραγματικά, εκ των έσω δηλαδή, τι εννοώ, αλλά όσοι πέρασαν ή εξακολουθούν να περνούν αυτό το στάδιο —όπως εγώ, που εξακολουθώ να είμαι σκληροπυρηνικός οπαδός και διόλου φίλαθλος— μπορούν να σχηματίσουν μία καλή εικόνα. Με τους αντιπάλους οπαδούς δεν συνομιλείς. Δεν πας να τους «βάλεις μυαλό». Δεν θα αλλάξουν ομάδα. Ούτε εσύ θα αλλάξεις.
Απλώς θα βρίζεστε και, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις, θα παίζετε ξύλο. Και θα κοιμάστε με το μίσος σας ολόκληρο και ογκούμενο, και με τις διαφορές σας αδιατάρακτες ή και μεγεθυμένες. Αυτό δεν είναι κάτι που συζητείται: είναι όπως το λέω. Όμως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του «πολιτικού» διαόλου στα social media. Για αυτά μιλάμε εδώ. Ο οποίος πολιτικός διάλογος διακρίνεται από το εξής χαρακτηριστικό: δεν είναι πολιτικός και δεν είναι διάλογος. Είναι απλή ανταλλαγή ύβρεων και, ελλείψει φυσικής εγγύτητος, ανταλλαγή ψηφιακών αντικειμένων υπό μορφήν απειλών κλπ.
Γι' αυτό, Συμβουλή Δεύτερη:
Δείτε ξανά την Πρώτη Συμβουλή. Μην παίρνετε μέρος σε πολιτικές αντιπαραθέσεις. Για να το θέσω κάπως διαφορετικά: σοβαρευτείτε — μεγαλώστε. Δεν είστε πια παιδιά του σχολείου, και δεν είστε (ή δεν θέλετε να είστε) χούλιγκαν. Δεν έχετε καμία δουλειά εδώ. Αυτό που θέλετε είναι να έρχεστε την Κυριακή στο γήπεδο, στις καλές, ακριβές θέσεις, στο σκέπαστρο, και να απολαμβάνετε το ματς — και δη τη νίκη της ομάδας σας. Τρώγοντας χοτ-ντογκ και πίνοντας αναψυκτικά στο ημίχρονο. Οτιδήποτε άλλο είναι φτηνό, βήτα, θυμίζει Ουρουγουάη και Βραζιλία. Δεν το θέλετε. Κανονίστε απλώς διά της ψήφου σας να αλλάξει το πρωτάθλημα.
Οπότε, και για να κλείσουμε. Διαφυλάξτε την ψυχική σας ηρεμία. Προστατέψτε την υγεία σας. Να ξέρετε πως, όποτε επιχειρηματολογείτε πληκτρολογώντας για να αλλάξετε τη γνώμη κάποιου, αποδεικνύετε σε όποιον τρίτο τυχαίνει να σάς βλέπει πως είστε, το λιγότερο, ρηχός άνθρωπος. (Και με χρόνο για χάσιμο: πράγμα πάντα ύποπτο. Δεν θέλετε να σας υποπτεύονται για παρανομίες, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι).
Η πολιτική σας «δράση» δεν είναι κάτι για να επιβαρύνεστε. Είναι, ή μάλλον όφειλε να είναι, κάτι που θα σας ενδυνάμωνε, κάτι που δεν θα σας επέστρεφε κουρέλι στο σπίτι. Υπάρχουν άπειρα άλλα χόμπι. Κανένα τους (εκτός ίσως από τη σχοινοβασία ανάμεσα σε ουρανοξύστες) δεν είναι πιο επικίνδυνο. Φροντίστε την υγεία σας και σταματήστε αυτό το κακό που κάνετε στον εαυτό σας.