Ναι, υπάρχει διάχυτη γκρίνια και μουρμούρα γύρω μας. Τα «που θα πάει αυτή η κατάσταση;», «δεν μπορούμε άλλο», «δεν βγαίνουμε σου λέω» και όλα τα συνώνυμα τους είναι πια το ψωμοτύρι του δημόσιου διαλόγου μας. Θυμίζει κάτι από το 2010-15, αλλά στο πιο αόριστο και στο πιο χαοτικό. Τότε η κλάψα και η οργή έπαιρναν σχήμα, ανάλογα με το ποιος τα εξέπεμπε. Οι μισοί λέγανε «φταίει το κακό μας το κεφάλι και τα χούγια μας», οι άλλοι μισοί λέγανε «φταίνε τα μνημόνια και οι ξένοι». Τώρα υπάρχει μουρμούρα δίχως φταίχτη.
Λείπει το «τι», το «πώς» και το «γιατί». Απουσιάζει η σχηματοποίηση του ενόχου, λείπε η βαθιά αποσαφήνιση των αιτιών της κακής μας μοίρας. Η κλάψα είναι λίγο μετέωρη, σαν να απευθύνεται προς τους ουρανούς, όχι να κατευθύνεται ευθέως σε πρόσωπα. Εξ ου και μοιάζει λίγο ξεθυμασμένη σε σύγκριση με την εκείνη την κραταιά οργή της οικονομικής κρίσης του 2010-19. Φυσικά πρώτοι σε εισπράξεις διαμαρτυριών παραμένουν οι κυβερνώντες, ενώ και οι αντιπολιτευόμενοι κεσάτια έχουν. Φραγκοδίφραγκα στα ταμεία τους.
Φυσικά κι εμείς οι δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες είμαστε στο στόχαστρο. «Δεν τα λέμε», «τα κρύβουμε», «τα διαστρέφουμε», «δεν εκφράζουμε τον κοσμάκη», «κάνουμε παιχνίδι», «δεν καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος πεινάει» και όλα τα υπόλοιπα συναφή. Κάθε μέρα τα ακούμε αυτά, τα συνηθίσαμε πια. Αν και για να είμαι ειλικρινής, και εκείνοι που μας κατακρίνουν είναι λιγότερο επιθετικοί από παλιά και εκείνοι που μας χαιρετούν καλοσυνάτα είναι περισσότεροι από κάποτε.
Οπότε εγώ, μπουχτισμένος από μια ιστορία μουρμούρας που αντιμετωπίζω κοντά δεκαπέντε χρόνια, έχω βρει ένα λεκτικό κόλπο για να αντιμετωπίζω όποιον με πλησιάζει κι αρχίζει να διαμαρτύρεται. Σας το αποκαλύπτω, μαζί με μια στατιστική αποτύπωση των απαντήσεων που λαμβάνω αφού ξεδιπλώσω την τακτική μου. Μόλις λοιπόν με προσεγγίσει κάποιος και αρχίσει να πετάει από την τιμή του ρεύματος στην βενζίνη κι από την βενζίνη στον Μητσοτάκη κι απ’ τον Μητσοτάκη στον Ερντογάν κι από τον Ερντογάν στα ψηλά νοίκια, τον κόβω και του λέω.
«Άκου αδερφέ, πες ό,τι θες, κάνε ό,τι γουστάρεις. Βρίσε εμένα, καταψήφισε τον Μητσοτάκη, φέρε τον Τσίπρα ή τον Κουτσούπα ή τον Κασιδιάρη. Φέρε μονοκομματική κυβέρνηση ή συμμαχική ή φέρε ακυβερνησία. Κάτσε και κλαίγε ή βγες στον δρόμο και κάνε τα λαμπόγυαλο. Δική σου επιλογή. Εγώ ένα σου λέω κι αν θες άκουσε το. Όποιον κι αν φέρεις, ό,τι κι αν κάνεις, όποιον κι αν γκρεμίσεις, όποιον κι αν στέψεις βασιλιά, να ξέρεις ότι αυτά που ζεις σήμερα είναι παιδική χαρά μπροστά σ' αυτά που θα σου έρθουν τα επόμενα χρόνια. Κάνε λοιπόν ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.»
Ξέρετε ποια είναι η αντίδραση μπροστά σ' αυτό τον καταστροφικό Αρμαγεδώνα που απλώνω μπροστά τους; Ούτε ένας τους δεν αρθρώνει αντίθετο λόγο, απλώς γουρλώνουν τα μάτια, στρέφουν τα νώτα του και φεύγουν άπραγοι (και ολίγον προβληματισμένοι ως τρομοκρατημένοι). Ούτε ένας από τους πενήντα που έχουν ακούσει αυτά τα λόγια από το στόμα μου, δεν γύρισε να μου πει «αν φύγει ο Μητσοτάκης θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα». Τι τα θέτε; Δικαιολογημένη ίσως πλην μετέωρη και αδιέξοδη η μουρμούρα μας…