Ενώ όλοι μας περιμένουμε με αισιοδοξία τις εγκρίσεις των πρώτων εμβολίων και αναμένουμε τη στιγμή που θα επανέλθουμε στη νέα κανονικότητα, ένα μεγάλο ερώτημα γεννάται για την επόμενη μέρα της πανδημίας. Τί είδους πολιτική πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας για να καλύψει τη μεγάλη ύφεση που προκλήθηκε το 2020;
Όσο βρισκόμαστε στη δίνη της πανδημίας, με απαγορεύσεις κυκλοφορίας, επιτάξεις, και τον ιό να δοκιμάζει τις αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας, είναι σαφές ότι η ωμή κρατική παρέμβαση είναι μονόδρομος. Σε τελική ανάλυση, το κράτος επιβάλλει αυτά τα μέτρα - κατά τη γνώμη μου δικαιολογημένα - και κατά συνέπεια είναι λογικό να αναλαμβάνει και το κόστος τους. Όμως, με το που εμβολιαστεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ο κόσμος επανέλθει σε μία κανονικότητα, αυτός ο δρόμος δεν είναι ούτε βιώσιμος ούτε αποτελεσματικός. Το ζητούμενο που πρέπει να απασχολεί όσους ασχολούνται με το μέλλον της οικονομίας πρέπει να είναι το ποιος θα είναι ο ρόλος του κράτους στην μετά-εμβολίου οικονομία.
Η επικρατούσα άποψη είναι αυτή του κεϋνσιανισμού. Το βασικό θεμέλιο του Κεϋνσιανισμού είναι ότι επειδή αρκετά συχνά παρατηρούνται στην αγορά αποτυχίες (market failures), η κρατική παρέμβαση επιβεβλημένη. Το κράτος σε περιόδους κρίσης πρέπει να παρεμβαίνει δυναμικά στην αγορά ώστε να τονώσει τη ζήτηση και να ρυθμίσει την οικονομική δραστηριότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις της εκάστοτε κρίσης. Αυτού του είδους πολιτικές εφαρμόζονται εν μέσω πανδημίας στις περισσότερες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας. Γίνονται ηχηρές παρεμβάσεις μέσω της επιδοματικής πολιτικής, των εργασιακών σχέσεων, και ευρύτερα της δημοσιονομικής πολιτικής. Παράλληλα, γίνονται μικρότερες παρεμβάσεις, όπως η υποχρεωτική μείωση ενοικίου, η απαγόρευση ορισμένων προϊόντων από τα ράφια των σούπερ μάρκετ ή την εφαρμογή του click away ως τρόπο για το άνοιγμα της λιανικής μετά το lockdown.
Στον αντίποδα υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν, επί το πλείστον φιλελεύθεροι, ότι η κεϋνσιανή προσέγγιση θα καθυστερήσει την ανάκαμψη και θα διαιωνίσει τα δομικά προβλήματα της οικονομίας μας. Οι βασικότερες αντιρρήσεις προς τη χρήση του κεϋνσιανισμού ως κατευθυντήριας γραμμής εκφράστηκαν από τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζέιμς Μπιουκάναν και τον επί χρόνια συνεργάτη του Γκόρντον Τάλλοκ στο ιστορικό έργο τους “The Calculus of Consent” με τη μορφή δύο ερωτημάτων. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι οι αποτυχίες των αγορών αιτιολογούν κάποιου είδους παρέμβαση προκειμένου να επανέλθει η ανάπτυξη, είμαστε βέβαιοι ότι οι πολιτικοί έχουν τα σωστά κίνητρα ώστε να λάβουν αυτές τις αποφάσεις; Όπως έχουμε δει και στη χώρα μας, που μετρά επτά χρεοκοπίες σε 200 χρόνια, αρκετά συχνά οι πολιτικοί βάζουν το μικροκομματικό τους συμφέρον, ή αυτό των διαφόρων οργανωμένων συμφερόντων (κλαδικών οργανώσεων, επιχειρηματιών, συνδικαλιστών) πάνω από το καλό της χώρας.
Όμως, ακόμα και αν απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα αυτό και πούμε ότι μας κυβερνούν αγγελικά πλασμένοι ηγέτες, τότε πρέπει να απαντήσουμε ένα δυσκολότερο ερώτημα: Έχουν αυτοί οι πολιτικοί επαρκή γνώση και πληροφόρηση ώστε να να λάβουν τις σωστές αποφάσεις;
Την απάντηση σε αυτό το πολύ κρίσιμο ερώτημα έχουν δώσει ενδελεχώς δύο σπουδαίοι Αυστριακοί οικονομολόγοι, ο Λούντβιχ Μίζες και ο Φρίντριχ Χάγιεκ. Συνοπτικά, το επιχείρημά τους είναι ότι κανένας άνθρωπος ή έστω μία μικρή ομάδα ανθρώπων δεν έχει πρόσβαση στην απαραίτητη γνώση ώστε να λάβει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις για τέτοια κρίσιμα ζητήματα διότι η πολυπλοκότητα του οικονομικού φαινομένου είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί. Η αντιπρόταση λοιπόν των κλασικών φιλελεύθερων για την επόμενη μέρα της πανδημίας δεν είναι άλλη από την αναπτυξιακή ατζέντα της ελεύθερης αγοράς, η οποία επιτρέπει στους επιχειρηματίες να αναπροσαρμόσουν τα σχέδιά τους, στους εργαζομένους να βρουν καλύτερες και πιο παραγωγικές δραστηριότητες, και στην καινοτομία να οδηγήσει την οικονομία προς τα εμπρός.
Η πρόσφατη έρευνα του σουηδικού Timbro (κάτι αντίστοιχο με τον τοπικό ΣΕΒ), επιβεβαιώνει αυτό που πολλοί φιλελεύθεροι υποψιάζονται: Οι χώρες με μεγάλο βαθμό οικονομικής ελευθερίας έχουν μικρότερο ρίσκο έκθεσης σε οικονομικές κρίσεις και όταν τις περνούν, η ζημιά που παθαίνουν είναι μικρότερη από ότι στις χώρες με λιγότερη οικονομική ελευθερία.