Ο θάνατος της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, μίας εκ των εννέα ανωτάτων δικαστών των ΗΠΑ, ενδεχομένως να είναι ένα κομβικό σημείο στην πορεία προς τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Όπως είχαμε πει και παλαιότερα, ενώ ο δημοκρατικός υποψήφιος και πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν φαίνεται να έχει το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, η κούρσα κάθε άλλο παρά τελειωμένη πρέπει να θεωρείται.
Αυτή τη στιγμή ο Τζο Μπάιντεν προηγείται του προέδρου Τραμπ με 6,5 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τον δημοσκοπικό μέσο όρο του έγκυρου Real Clear Politics. Πριν τρεις μήνες η διαφορά αυτή ήταν κοντά στις 10 μονάδες. Αν λάβουμε υπόψη και τις ιδιοσυγκρασίες του εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ (ομοσπονδιακό σύστημα, κολέγιο εκλεκτόρων κλπ.), η διαφορά μόνο ασφαλής δεν είναι για τον εβδομηνταεπτάχρονο δημοκρατικό Μπάιντεν.
Όμως, παρά το κλείσιμο της ψαλίδας, είναι σαφές ότι ο Τραμπ χρειάζεται επειγόντως να ανακατέψει την τράπουλα προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες εκλογής του, που αυτή τη στιγμή ανέρχονται στο 22%. Μία τέτοια ευκαιρία είναι σίγουρα η πολιτική διάσταση της αντικατάστασης της Γκίνσμπεργκ στο Ανώτατο Δικαστήριο. Οι ανώτατοι δικαστές στις ΗΠΑ προτείνονται από τον πρόεδρο, ελέγχονται και εγκρίνονται ή απορρίπτονται από τη Γερουσία. Αυτή τη στιγμή οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν και τα δύο σώματα και επομένως, αν αποφασίσουν να αντικαταστήσουν την εμβληματική Γκίνσμπεργκ με μία νέα δικαστικό, δύσκολα θα μπορέσουν οι δημοκρατικοί να τους σταματήσουν.
Οι πολιτικές προεκτάσεις της τοποθέτησης ανώτατων δικαστών είναι πάντα σημαντικές, καθώς οι δικαστές αυτοί έχουν δια βίου θητεία και κανείς δεν μπορεί να τους μετακινήσει μέχρι να αποσυρθούν ή να πεθάνουν (όπως έγινε με την Γκίνσμπεργκ). Μάλιστα, επειδή το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ αποφασίζει και για τη συνταγματικότητα των νόμων που περνάει το Κογκρέσο ή των διαταγμάτων που εκδίδει η κυβέρνηση, η ισορροπία ανάμεσα σε “δεξιούς” και “αριστερούς” δικαστές είναι ιδιαίτερα σημαντική και μακροπρόθεσμη.
Αν ο Τραμπ προτείνει και η Γερουσία εγκρίνει την πρόταση του Τραμπ, η πλάστιγγα θα γείρει υπέρ των “δεξιών” σημαντικά (6 έναντι 3). Επομένως, τις επόμενες ημέρες θα κυριαρχήσει στον πολιτικό διάλογο της χώρας το ζήτημα αυτό, με τους δημοκρατικούς να μιλούν για συντηρητική κυριαρχία που θα θέσει σε κίνδυνο σημαντικά κεκτημένα όπως το δικαίωμα στην έκτρωση, το γάμο ομοφυλοφίλων και το πολιτικό χρήμα, και τους δε ρεπουμπλικάνους να μιλούν για τον κίνδυνο της κατάληψης του δικαστηρίου από την ακροαριστερή ατζέντα που εκφράζει μεγάλο μέρος του δημοκρατικού κόμματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των δύο κομμάτων γίνεται πολύ συζήτηση για το αν ένας πρόεδρος πρέπει να προτείνει ανώτατο δικαστή λίγους μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές. Στην πρόσφατη ιστορία είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο το 2016, λίγους μήνες πριν λήξει η θητεία του Μπαράκ Ομπάμα όταν πρότεινε τον Μέρικ Γκάρλαντ ως αντικαταστάτη του θανόντος συντηρητικού (και στενού φίλου της Γκίνσμπεργκ) Άντονιν Σκαλία.
Η μεγάλη διαφορά ήταν ότι και το 2016 οι ρεπουμπλικάνοι είχαν τον έλεγχο της Γερουσίας και έτσι η υποψηφιότητα δεν ευόδωσε. Όμως, αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ τώρα οι δημοκρατικοί λένε (δίκαια κατά τη γνώμη μου) ότι η κενή θέση της Γκίνσμπεργκ πρέπει να καλυφθεί από τον εισερχόμενο πρόεδρο τον Ιανουάριο, το 2016 υποστήριζαν ότι η Γερουσία θα έπρεπε να δεχθεί την πρόταση του Ομπάμα. Αντίστοιχη αλλαγή άποψης παρατηρούμε και στους ρεπουμπλικάνους που το 2016 μπλόκαραν την υποψηφιότητα Γκάρλαντ και έλεγαν ότι η κενή θέση θα πρέπει να καλυφθεί από τον εισερχόμενο πρόεδρο.
Οι τελευταίες ειδήσεις λένε ότι ο Τραμπ θα προτείνει - και μάλιστα γυναίκα - την Παρασκευή ή το Σάββατο. Η επιλογή προσώπου, στην τρέχουσα συγκυρία, θα επηρεάσει σίγουρα την πολιτική συζήτηση μέχρι το Νοέμβριο και ενδεχομένως να αλλάξει ακόμα περισσότερο τις ισορροπίες. Όπως και να το δει κανείς, η Αμερική αυτή τη στιγμή είναι ένα μεγάλο πολιτικό καζάνι που βράζει, εν μέσω πανδημίας, γεωπολιτικών και κοινωνικων προκλησεων, και οικονομικής ανασφάλειας.