Η ιστορία εκτυλίχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Σκηνή πρώτη
Κάποια στιγμή, στους διαδρόμους της Ακαδημίας Ζωγραφικής, ο Ιγκόρ Πετρόβιτς Ρίχτερ, ο οποίος ζωγράφιζε κύπελλα και πιάτα, συναντώντας τον λαϊκό ζωγράφο της Ρωσικής Ομόσπονδης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και μέλος της Ακαδημίας Μπορίς Αρόνοβιτς Νεχάμκιν, ο οποίος ζωγράφιζε μεγάλα πορτραίτα των κομματικών ηγετών, ξεκίνησε μαζί του μία ενδιαφέρουσα συζήτηση.
- Με συγχωρείτε, Μπορίς Αρόνοβιτς, κατανοώ πως είστε απασχολημένος, αλλά... ξέρετε υπάρχει ένας νεαρός ζωγράφος... ο γιος μου, ο Νικολάι...- είπε ο Ρίττερ, κρατώντας έναν φάκελο.
Στον διάδρομο της Ακαδημίας υπήρχαν άνετες πολυθρόνες.
- Ας καθίσουμε, είπε ο Νεχάμκιν.
Ο Ρίττερ, άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε μερικούς πίνακες.
Ήταν μία παράξενη και ασυνήθιστη γραφιστική δουλειά. Ημίγυμνοι άντρες με μεγάλα μέτωπα, γυμνές γυναίκες σε ξεδιάντροπες στάσεις, αμαρτωλά βλέμματα και έντονο κόκκινο χρώμα στα απόκρυφα σημεία του σώματός τους∙ διάφορα άλλα σχέδια αποτελούμενα από σημεία ενωμένα μεταξύ τους με διακεκομμένες γραμμές. Η επαγγελματική εμπειρία του Νεχάμκιν τον βοήθησε να καταλάβει αμέσως πως πρόκειται για πολύ δυνατή, αυθεντική και πρωτότυπη ζωγραφική υψηλού επιπέδου.
Ο Νεχάμκιν ήταν ζωγράφος «με ζωώδες ταλέντο», όπως άκουσε κάποτε να λένε γι’ αυτόν. Ζωγράφισε καλά. Ήταν καλύτερος απ’ όλους όταν ζωγράφιζε την βρεγμένη άσφαλτο, ένα ιδρωμένο βάζο, το θολό χρυσάφι των παρασήμων στα στήθη του στρατάρχη, τον καπνό της πίπας του Ηγέτη. Ήξερε όμως πολύ καλά και ήταν υπερήφανος για τα έργα του, συνειδητοποιούσε, παράλληλα, ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να ζωγραφίσει κάτι σαν κι αυτά που μόλις είδε, γιατί ήταν παντελώς ανίκανος να σκεφτεί και να αποτυπώσει μία σύνθεση.
- Μάλιστα, ασυνήθιστο... είπε και γυρίζοντας προς τον Ρίττερ κάτι του ψιθύρισε.
Σκηνή δεύτερη
Το επόμενο πρωί, ο Ρίττερ πήγε στο Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας και κατέθεσε μια δήλωση στην οποία ανέφερε:
«... Με στόχο να ελέγξω την επαγρύπνηση του, τού παρουσίασα αντίγραφα των έργων του Αυστριακού αστού και παρακμιακού ζωγράφου Ε. Σίλε, λέγοντας πως είναι έργα του γιου μου. Ο γιος μου Νικολάι, ως σπουδαστής της Σχολής «Μπάουμαν», μου τα είχε ετοιμάσει μετά από παράκλησή μου. Ο πολίτης Νεχάμκιν δήλωσε πως πρόκειται για ασυνήθιστο ταλέντο, το οποίο δεν θα βρει την θέση του στην Ε.Σ.Σ.Δ. και συμβούλεψε τον γιο μου να διαφύγει στην Δύση, όπου, κατά τον πολίτη Νεχάμκιν, τον περιμένουν υψηλές αμοιβές και αναγνώριση...»
Άδικος και μάταιος κόπος του επαγρυπνητή για την καθαρότητα της τέχνης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Σκηνή τρίτη
Ο Μπορίς Αρόνοβιτς Νεχάμκιν, φτάνοντας στο σπίτι του με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο μάρκας «Πομπέντα», δεν άφησε τον οδηγό να φύγει και, χωρίς να βγάλει το παλτό του, κάθισε στο γραφείο του κι έγραψε:
«... με σκοπό την προβοκάτσια, μου έδειξε αντίγραφα του Αυστριακού αστού και παρακμιακού ζωγράφου Ε. Σίλε, λέγοντας πως δημιουργός τους είναι ο γιος του. Για να μην τρομάξω τον προβοκάτορα, υποκρίθηκα πως δεν κατάλαβα ποιος είναι ο δημιουργός των σχεδίων. Του είπε ότι ο γιος του, μάλλον, υποφέρει από κάποια σπάνια ψυχική διαταραχή και πως στην Ε.Σ.Σ.Δ. δεν έχουν θέση τέτοιες διαστροφές, αφού στην σεσηπότα Δύση γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθιση, παρόμοιοι, ούτως ειπείν, ζωγράφοι...»
Στη συνέχεια, κατέβηκε κάτω και πρόσταξε τον οδηγό να τον πάει στην Λουμπιάνκα, την έδρα της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ.
Σκηνή τέταρτη
Όταν ο ανακριτή Καρασόφ, κάλεσε τον Ρίττερ, του έδειξε την δήλωση του Νεχάκμιν και τον έβριζε για όλα πολύ, σφίγγοντας τον σβέρκο του με τα δυνατά του δάχτυλα. Στην συνέχεια, πήγε στο εργαστήριο του Νεχάμκιν και του είπε:
- Αγαπητέ Μπορίς Αρόνοβιτς! Ο Ρίττερ είναι συνεργάτης μας, αλλά, όπως αποδείχτηκε είναι μεγάλος ηλίθιος. Να μας συγχωρείτε, μην το πείτε στον σύντροφο Αμπακούμοφ και ο Καρασόφ έδειξε με το βλέμμα του το πορτραίτο του αντιστράτηγου που ήταν στο καβαλέτο.
- Με αυτόν τον βλάκα τον Ρίττερ, σήμερα χώρισαν οι δρόμοι μας, υπέγραψε δήλωση εμπιστευτικότητας, συνέχισε ο ανακριτής.
- Δεν βαριέσαι, ας πάει στον διάβολο! Είπε χαμογελώντας ο Νεχάμκιν και έσφιξε θερμά το χέρι του ανακριτή.
Σκηνή πέμπτη
Τρία χρόνια αργότερα, ο ανακριτής Καρασόφ, «επιμελήθηκε» με ιδιαίτερο ζήλο τον ατομικό φάκελο του Νεχάμκιν ως «κοσμοπολίτη και πράκτορα των σιωνιστικών κύκλων».
Ο Νεχάμκιν έπεσε σε δυσμένεια, αποβλήθηκε από παντού, δεν μπορούσε να δουλέψει πουθενά, μα δεν τον συνέλαβαν, ούτε τον δίκασαν, γιατί θα έπρεπε να αντικαταστήσουν εκατοντάδες πορτραίτα του Ηγέτη και των στραταρχών, πράγμα που είχε μεγάλο κόστος.
Τον διόρισαν δάσκαλο ζωγραφικής στην επαρχιακή πόλη Νεβιάνσκ στην περιοχή του Σβερντλόφσκ, μα δεν πρόλαβε να φτάσει εκεί, γιατί έπαθε πνευμονία και πέθανε στο δημοτικό νοσοκομείο του Σβερντλόφσκ.
Ο Ιγκόρ Πετρόβιτς Ρίττερ, παρακολουθούσε την κηδεία του Στάλιν. Ζούσε στην οδό Στρετένκα, γι’ αυτό και κατευθύνθηκε από την λεωφόρο Ροντζέστβενσκι προς την οδό Τρουμπνάκια. Εκεί τον ποδοπάτησε το πλήθος, μαζί με άλλους.
Ο ανακριτής Καρασόφ εκτελέστηκε μαζί με τον Ριουμίν και άλλα στελέχη που έπεσαν, με την σειρά τους σε δυσμένεια.
Σκηνή έκτη και τελευταία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μοίρα του «μεγάλου απόντα» αυτής της ιστορίας και, συγκεκριμένα, του γιου του Ρίττερ, Νικολάι. Απ’ ότι φάνηκε, εκ των υστέρων, η ιστορία με τα σκίτσα τον Έγκον Σίλε τον επηρέασε πολύ. Παράτησε την δουλειά του μηχανικού και έγινε ζωγράφος. Κατά την διάρκεια της «μικρής ρωσικής άνοιξης» επί Χρουστσόφ είχε σχέσεις με διάφορους μη λογοκριμένους, αντισυμβατικούς ζωγράφους. Μας κληροδότησε πολλά σκίτσα και μία πινακοθήκη πορτραίτων, τα οποία σήμερα παρουσιάζουν ενδιαφέρον στο χρηματιστήριο τέχνης της Ρωσίας.
Βέβαια, επειδή η μοίρα παίζει παιχνίδια, οποιοσδήποτε πίνακας ή σκίτσο του Νεχάμκιν, έχει δεκαπλάσια τιμή.