Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Καπνίζω σαράντα χρόνια τώρα, και μάλιστα καπνίζω πολύ. Είμαι συστηματικός, βαρύς καπνιστής. Και μάλιστα δεν είμαι από αυτούς που συχνά-πυκνά επιχειρούν να το κόψουν, ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές. Δεν το έχω κόψει ποτέ, ούτε μια μέρα. Γιατί δεν ήθελα, ούτε θέλω, να το κόψω. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τσιγάρο. Ενώ μπορώ να με φανταστώ χωρίς αυτιά, ας πούμε. Ή με φτερά. Αλλά όχι χωρίς τσιγάρο. Εδώ που τα λέμε, δεν μπορώ να βλέπω και σίριαλ στην τηλεόραση αν δεν καπνίζουν οι πρωταγωνιστές. Εκτός κι αν είναι ζόμπι.
Είμαι δηλαδή παράδειγμα προς αποφυγήν.
Το κάπνισμα έχει συνδεθεί με μία σειρά από θανατηφόρες αρρώστιες, κι αυτό ούτε άγνωστο είναι, ούτε πλεκτάνη κάποιας φράξιας χριστιανών που μισούν τις ηδονές των ανθρώπων και το νουάρ μυθιστόρημα. Πολλές από τις ουσίες που εκλύονται κατά την καύση του τσιγάρου, ουσίες που εισπνέει με απόλαυση ο καπνιστής, έχουν ενοχοποιηθεί σαν καρκινογόνες. Η ζημία που προκαλείται στους πνεύμονες και στην καρδιά —για να μείνουμε στα πιο γνωστά— είναι μεγάλη και δύσκολα αντιστρέψιμη, ακόμη και όταν καταφέρεις να το κόψεις.
Τα γνωρίζω όλα αυτά — και ένα παιδί τα γνωρίζει. Παρά ταύτα, εξακολουθώ να καπνίζω. Συστηματικά. Πολλά τσιγάρα. Μάλιστα, είναι μάλλον εντελώς τυχαίο το γεγονός ότι δεν έχω αρρωστήσει ποτέ μου, αν και έφτασα πια τα πενήντα πέντε. Δεν έχω νοσηλευτεί ούτε μια μέρα στη ζωή μου, ενώ από την άλλη αθλούμαι —όχι τόσο συστηματικά— επίσης μια ζωή, χωρίς να λαχανιάζω ή να αντιμετωπίζω άλλα προβλήματα. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι αυτό είναι τυχαίο κατά πάσα πιθανότητα. Και, ποιος ξέρει, αύριο μπορεί να εμφανίσω κάποιο νόσημα, συνδεδεμένο ακριβώς με την ολέθρια συνήθειά μου. Αύριο μπορεί να πεθάνω από το τσιγάρο.
Αυτά ως εισαγωγή.
Τώρα, πριν δύο χρόνια και κάτι, την 1η Ιουλίου του 2017, εγκατασταθήκαμε στην Πράγα. Ένα μήνα πριν, την 1η Ιουνίου του 2017, είχε αρχίσει να εφαρμόζεται εδώ ο αντικαπνιστικός. Η Τσεχία διαφέρει πολύ από την Ελλάδα, σε όλα τα επίπεδα. Ένα από αυτά είναι η εφαρμογή των νόμων. Οι νόμοι εδώ δεν εφαρμόζονται από το κράτος, αλλά από τους πολίτες. Θέλω να πω, όταν λέω ότι είχε αρχίσει να εφαρμόζεται εδώ ο αντικαπνιστικός, εννοώ ότι, από τη μία μέρα στην άλλη, κανείς δεν κάπνιζε πουθενά. Σε κανένα μαγαζί, σε κανέναν περίκλειστο χώρο. Μόνο στα σπίτια τους, και στα πάρκα. Φυσικά υπήρξαν έλεγχοι, καθώς η Δημοτική Αστυνομία είναι πολύ δραστήρια εδώ. Έλεγχοι υπήρξαν μεν, δεν απέφεραν κέρδη δε: δεν κόπηκαν πρόστιμα, γιατί δεν σημειώθηκαν παραβάσεις. Οι Τσέχοι δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει «ανυπακοή στον νόμο». Το θεωρούν γελοίο να μην τον τηρήσουν, και κωμικό. Ξέρουν ότι το αντίθετο ακριβαίνει το ψωμί και ότι είναι αντικοινωνικό: η αποφυγή της εναρμόνισης με τον νόμο από κάποιον επιβαρύνει το σύνολο. Οπότε συμμορφώθηκαν, και συμμορφώθηκαν απολύτως. Από την πρώτη ημέρα.
Λέω συχνά —σε βαθμό να γίνομαι κουραστικός? πράγμα που δεν με πειράζει— την ιστορία εκείνη με το after μπαρ της γειτονιάς μας, στέκι τουριστών κυρίως και λούμπεν ντόπιων. Τον χειμώνα, που έβγαινα στις έξι τα χαράματα με τον σκύλο μου να μαρκάρουμε την περιοχή ντυμένοι και οι δύο σαν κυνηγοί στα Απαλάχια Όρη, έβλεπες ΕΞΩ από το μπαρ κάτι ημιθανείς από ναρκωτικά, αλκοόλ και ποικίλες άλλες καταχρήσεις τύπους, ελεεινούς και τρισάθλιους, ΝΑ ΚΑΠΝΙΖΟΥΝ σε πηγαδάκια ή κατά μόνας. Μέσα στο χιόνι, σε υπομηδενικές θερμοκρασίες, χτυπώντας τα πόδια τους στο καλντερίμι. Χωρίς καν «μανιτάρια» να κόβουν το αγιάζι. Ο μπάρμαν μέσα —τατουάζ, χαλκάδες, ουλές, αδυναμία ομιλίας, προγλωσσικός— απλώς δεν θα ανεχόταν κανέναν να καπνίσει στο μαγαζί του μέχρι να παγώσει η Κόλαση: νόμος, σου λέει.
Εννοείται πως βλαστήμαγα την τύχη μου. Δεν είχα ιδέα για τον αντικαπνιστικό τους νόμο, ούτε για την τυπολατρία τους. Και, μολονότι με λες μάλλον συντηρητικό, ο έξαλλος φιλελεύθερος δεκαοχτάρης μέσα μου επαναστάτησε. Έψαξα αμέσως για μπαρ που δεν εφάρμοζαν τον νόμο. Βρήκα, μάλιστα, και μία κίνηση ντόπιων ούλτρα φιλελευθέρων καπνιστών, που οργανώθηκαν στο Facebook και μάζευαν λεφτά για να μηνύσουν την κυβέρνηση και να την πάνε μέχρι Χάγη, ενώ προέτρεπαν όποιον καταστηματάρχη ήθελε να επικοινωνήσει μαζί τους για να δουν τι θα κάνουν.
Επίσης δήλωσα προς κάθε ενδιαφερόμενο ότι εγώ δεν θα βγω ποτέ έξω, αφ' ης στιγμής μού απαγορεύουν το κάπνισμα. Δεν πηγαίνω σε ένα εστιατόριο για να φάω. Ούτε σε ένα μπαρ για να πιω. Ούτε πεινάω, ούτε διψάω. Πηγαίνω για να περάσω καλά, να κοινωνικοποιηθώ κ.ο.κ. Και, συγγνώμη κιόλας, αλλά άπαξ και το μαγαζί επιτρέπει το κάπνισμα, και ο ιδιοκτήτης και οι υπάλληλοι είναι εν πάση περιπτώσει καπνιστές, καλά θα κάνουν οι μη καπνιστές πελάτες να το κόψουν, να του βάλουν χι, να το κακολογήσουν, και να πάνε σε ένα άλλο μαγαζί: βρομάει ο τόπος, έχει επιλογές για τον καθένα. Έχει μπαρ που μπορείς να πάρεις τον σκύλο σου μαζί, τη γάτα σου, ή τον πύθωνά σου. Μαγαζιά όπου μπορείς να ντυθείς αστροναύτης. Μαγαζιά όπου κάποιοι επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικά σόου. Μαγαζιά για βέγκαν. Μαγαζιά για Άμις. Το τσιγάρο τούς πείραξε;
Για όνομα του καλού Θεού.
Για να μην τα πολυλογώ, συνέβη εντέλει το εξής:
Βγαίνω κανονικά. Σπανίως μεν, γιατί δεν είμαι πολύ τού έξω, αλλά βγαίνω. Δεν με ενοχλεί που δεν καπνίζω μέσα. Όταν θέλω να ανάψω ένα τσιγάρο, βγαίνω έξω, στο πεζοδρόμιο, και το ανάβω. Και κάνω βόλτες πάνω-κάτω κοιτώντας τους τοίχους.
Αλλά συνέβη και κάτι ακόμη. Πλέον, τις δυο-τρεις φορές που κατέβηκα στην πατρίδα, όποτε βλέπω ανθρώπους να καπνίζουν μέσα σε κλειστούς χώρους, νομίζω ότι ουρούν. Ότι δεν καπνίζουν? ότι ουρούν. Με πιάνει ένας πόνος στο στήθος, και μια απέχθεια. Και φυσικά δεν τους κάνω παρέα. Βγαίνω έξω να καπνίσω. Και κάνω βόλτες πάνω-κάτω. Κοιτώντας τους ξέχειλους κάδους.
Αλλοτριώθηκα, θα πείτε. Ναι, ασφαλώς. Αλλοτριώθηκα. Τι να κάνουμε τώρα. Όπως αλλοτρίωση είναι και η νεοαποκτηθείσα συνήθειά μου να έχω τύψεις όταν διασχίζω τον δρόμο εκτός διαβάσεων. Γιατί δεν πηγαίνω από τις διαβάσεις εδώ στη γειτονιά μου, καθώς κερδίζω έτσι σαράντα μέτρα. Αλλά έχω τύψεις όταν το κάνω, επειδή είμαι ο μόνος στην πόλη που δεν περνά απέναντι από τις διαβάσεις: αλλοτρίωση.
Ε τι να κάνουμε τώρα.
Για να ξαναγυρίσω όμως στον αντικαπνιστικό. Ξέρω πως μπάζει από παντού. Ξέρω πως περιορίζει τις ατομικές μου ελευθερίες. Ξέρω πως έχω προπληρώσει τυχόν διπλά και τρίδιπλα νοσήλια για να με γιατροπορέψουν, από τους φόρους μου κάθε φορά που αγοράζω ένα πακέτο. Ξέρω πως δεν θα τα πάρω πίσω αυτά, ποτέ. Ξέρω πως θα μπορούσαν να υπάρχουν μαγαζιά όπου όλοι θα συναινούσαν με χαρά να επιτρέπεται το κάπνισμα — και πως θα 'καναν και χρυσές δουλειές. Όλοι τα ξέρουμε αυτά.
Αν είμαι υπέρ του νόμου και της πλήρους, αυστηρότατης εφαρμογής του, είμαι για να κάνουμε έτσι ένα κλικ μπροστά σαν «έθνος». Ο αντικαπνιστικός μπορεί να γίνει το πεδίο όπου θα μάθουμε να υπακούμε στους νόμους.
Η πολιτεία δεν πρέπει να κάνει πίσω, επ' ουδενί.
Όπως και εγώ δεν πρόκειται να το κόψω, επ' ουδενί. Θα ήταν σαν να έκοβα τα δάχτυλά μου, και πώς θα 'γραφα μετά;