Του Αλέξανδρου Σκούρα
Χθες Δευτέρα, ο νέος Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας συναντήθηκε με τους επικεφαλής των θεσμών και συζήτησε μαζί τους για τις προτεραιότητες της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στο πλαίσιο της συζήτησης, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ διεμήνυσε στον Έλληνα Υπουργό: «Ακολουθήστε το μείγμα που θέλετε, αρκεί να επιτυγχάνονται οι στόχοι».
Αυτή η στάση βεβαίως δεν εκπλήσσει όσους έχουμε παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των θεσμών από την εμπλοκή τους στην ελληνική κρίση μέχρι σήμερα. Το βασικό δόγμα ήταν πάντα το ίδιο: οι θεσμοί θέτουν τους μακροοικονομικούς στόχους, και η εκάστοτε κυβέρνηση είναι υπεύθυνη όχι μόνο για την επίτευξή τους, αλλά και για την επιλογή κατάλληλου μείγματος πολιτικής. Μόνο όταν αυτή η επίτευξη των στόχων φαινόταν να απομακρύνεται σημαντικά, οι θεσμοί παρενέβαιναν και στο επίπεδο των εφαρμοζόμενων μέτρων.
Αυτή η υπενθύμιση είναι σε μεγάλο βαθμό άβολη. Πρώτον, γιατί καταδεικνύει τους κύριους υπαίτιους για την επιλογή των λάθος μειγμάτων πολιτικής. Τα τελευταία δέκα χρόνια της κρίσης, συχνά κυβερνήσεις επέλεξαν τον λιγότερο πολιτικώς κοστοβόρο, αλλά καταστροφικό για την οικονομία και την κοινωνία, δρόμο της υπερφορολόγησης. Μάλιστα η απελθούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έφτασε αυτή την επιλογή στα άκρα, καθώς η προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή κατά τις μέρες της αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά μέτρα φορολόγησης χωρίς να αγγίζει σχεδόν καθόλου την κρατική σπατάλη.
Η ιδιοκτησία λοιπόν του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά αυτή την κρίσιμη πολιτική επιλογή ανήκε στην εκάστοτε κυβέρνηση, παρά τις επανειλημμένες έως και συστηματικές προσπάθειες για την απόσεισή της. Η υπερφορολόγηση δεν ήταν επιβεβλημένη έξωθεν, ούτε βεβαίως η διατήρηση ενός κράτους ατσούμπαλου και ακόμη και σήμερα αδικαιολόγητα σπάταλου σε πολλές εκφάνσεις του, που συχνά δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει για να αναπαράγεται αντί για να υπηρετεί τον πολίτη.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο συμπέρασμα που μπορούμε να εξαγάγουμε από τη δήλωση του Κλάους Ρέγκλινγκ: την τεράστια σημασία της εμπιστοσύνης. Οι θεσμοί φαίνονται διατεθειμένοι να δώσουν στη νέα κυβέρνηση την ευκαιρία να δοκιμάσει ένα διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής από τους προκατόχους τους. Δεν πρόκειται βεβαίως ακόμη για μια στάση εμπιστοσύνης, αλλά περισσότερο για μια επιφυλακτική ανοχή. Η μπάλα όμως βρίσκεται πλέον σε ελληνικά χέρια. Και το τελικό σκορ θα κριθεί από την ικανότητα της κυβέρνησης να παραγάγει μετρήσιμο θετικό αποτέλεσμα εφαρμόζοντας με συνέπεια τις πολιτικές για τις οποίες έχει δεσμευτεί έναντι των πολιτικών. Αν πετύχει, τότε αυτή η επιφυλακτική ανοχή, θα αρχίσει αργά αλλά σταθερά να μεταστοιχειώνεται στο πολύτιμο εκείνο κεφάλαιο εμπιστοσύνης που αποτελεί και την προϋπόθεση κάθε αισιόδοξης σκέψης για το μέλλον της χώρας μας.
Ως προς τα θετικά τώρα αποτελέσματα αυτής της εμπιστοσύνης, πήραμε μια πρόγευση από την πορεία των επιτοκίων δανεισμού της χώρας πριν τις εκλογές. Μια εντυπωσιακή, πλην όμως κάπως πρόσκαιρη μείωση, που αν με τον καιρό σταθεροποιηθεί όχι μόνο θα δώσει ανάσες ζωής στην οικονομία, αλλά και θα λειτουργήσει ως γερό διαπραγματευτικό χαρτί για τη μείωση του επαχθούς εκείνου φόρου αναξιοπιστίας της χώρας μας που ονομάζουμε “υπερπλεονάσματα”.