Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η ζωή μας συνδέεται με την πολιτική όπως συνδέεται και με τον αέρα — πιο στενά, δεν γίνεται. Ζούμε εντός της, την αναπνέουμε και μας εμπεριέχει. Μάλιστα, για κάποιους, κάποτε, γίνεται και δουλειά τους. Δεν εννοώ μόνο τους επαγγελματίες πολιτικούς. Εννοώ, μεταξύ πολλών άλλων, και τους αρθρογράφους. Όλους αυτούς που γεμίζουν καθημερινά τις στήλες των εφημερίδων και των σάιτ και που κρατούν αναγνωστική συντροφιά στους αναγνώστες τους. Η πολιτική κυλά στο αίμα τους? και ζούνε από αυτήν.
Ας δούμε έναν από αυτούς. Είναι ιδιαίτερη περίπτωση (και ποιος δεν είναι ιδιαίτερος, θα μου πείτε) και τυχαίνει να τον ξέρω αρκετά καλά.
Εμένα.
Λοιπόν, κάνω αυτή τη δουλειά δέκα χρόνια τώρα, ενώ δεν είναι η κανονική μου δουλειά. Έχω δημοσιεύσει πολλές εκατοντάδες κείμενα, περίπου 1.000 συνολικά, σε μία σειρά από εφημερίδες, περιοδικά και σάιτ. Για να μη μιλήσω για τις εκατοντάδες ραδιοφωνικές εκπομπές? άλλες κοντά 1.000 ώρες στον αέρα. Έχω γράψει κοντά ενάμισι εκατομμύριο λέξεις. (Οι αριθμοί ακούγονται μεγάλοι, αλλά δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτούς ενός επαγγελματία δημοσιογράφου που κρατά επί πολλά χρόνια μία καθημερινή στήλη, ή ενός ραδιοφωνικού παραγωγού με επίσης καθημερινή εκπομπή). Η θεματολογία μου είναι κάπως ευρεία, υπό την έννοια ότι, αν υποθέταμε ότι υπήρχε ένας αναγνώστης που να διέτρεξε όλα αυτά τα κείμενα —ας μείνουμε στα κείμενα, στα γραπτά—, θα διάβαζε πράγματι για μία ποικιλία θεμάτων: από τα αδέσποτα ζώα και τα βιβλία (τα βιβλία είναι η βασική μου μέριμνα άλλωστε), μέχρι τα εμβόλια και όψεις της καθημερινότητας στο εξωτερικό (για να παραδειγματιζόμαστε αυτό, όχι από τουριστικό ενδιαφέρον).
Όμως όλα αυτά τα θέματα ήταν παραφερνάλια, πανωπροίκια (φερνή σήμαινε προίκα παλιά). Τα έγραφα «παρεμπιπτόντως». Το βασικό μου θέμα ήταν (είναι) φυσικά η πολιτική. Ή μάλλον —και μεταξύ μας— το βασικό μου θέμα όλα αυτά τα δέκα χρόνια ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Ή, έστω, η Κρίση: η Κρίση ήταν το βασικό, το εμπεριέχον, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε από την πρώτη στιγμή το «αγαπημένο» μου θέμα, καθώς βέβαια έβλεπα —όπως όλοι βλέπαμε— ότι αυτός ήταν που θα την εκμεταλλευόταν για να πάρει την εξουσία, αυτός θα χόρταινε και θα χόντραινε από δαύτην, και αυτός θα πολλαπλασίαζε τα παρεπόμενα της Κρίσης. Όπως ασφαλώς και έγινε.
Προφανώς και έγραφα παράλληλα και για όποιο άλλο σχετικό θέμα: για τη γενικότερη άνοδο του λαϊκισμού, για τον επελαύνοντα αντιευρωπαϊσμό μας (ημών των Ελλήνων, αλλά και άλλων Ευρωπαίων), για τις απαραίτητες συναινέσεις, για την ανάγκη σύμπηξης κυβερνήσεων εθνικής ενότητας (για όποιον τα θυμάται αυτά, μάλλον κανέναν), για τον Καμμένο και τη συμμορία της Χρυσής Αυγής κ.ο.κ. Αλλά και πάλι: η «φερνή» μου, ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο κινούμουν, δεν ήταν άλλος από τον πόλο εξουσίας που αντιπροσώπευε η λαϊκιστική ριζοσπαστική Αριστερά? ο ΣΥΡΙΖΑ? ο Τσίπρας.
Που όμως πάνε, ηττήθηκαν και πέρασαν με το καλό στην αντιπολίτευση. Πράγμα καλό, κι ας άργησε: δεν γινόταν αλλιώς, «έπρεπε» να αργήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν άδειασε το Μαξίμου και τα υπουργικά γραφεία (τα οποία μάλλον άδειασε κυριολεκτικά…), πέρασε στα έδρανα της αντιπολίτευσης και μένει να δείξει πώς θα πολιτευτεί από εδώ και πέρα. Αν και η λογική λέει πως, άπαξ και καβαλήσεις το κύμα τού μέινστριμ, του «συστημισμού», άπαξ και εγκαταλείψεις τέλος πάντων το πεζοδρόμιο έχοντας ξοδέψει στην πορεία όλο σου το «εξεγερτικό» κεφάλαιο, αν έχεις γίνει σαν τους άλλους (κι αν μιλάς την καθαρεύουσα όπως τη μίλαγε η μαντάμ Σουσού…), δεν έχει για σένα επιστροφή, δεν έχει άλλη οδό. Στο μέινστριμ θα μείνεις, για πάντα. Μοίρα και μέτρο σου θα είναι το ΠΑΣΟΚ. Μέχρι να αποτύχεις και σ' αυτό? δεν θα του μοιάσεις.
Εν πάση περιπτώσει, μ' αυτά και μ' αυτά, έμεινα χωρίς κυρίως θέμα! Σαν να ήξερα μία σειρά από ταχυδακτυλουργικά κόλπα, αλλά να βγήκε ένας και να είπε στο κοινό, «Νά πώς γίνονται, κάνει κάτι κόλπα με καπνούς και καθρέφτες», και το κοινό μου να έχασε την όρεξή του και να μου γύρισε την πλάτη.
«Και;» θα μου πείτε. «Και τι μ' αυτό; Και η Νέα Δημοκρατία; Μας έσωσε δηλαδή; Ήρθε ξαφνικά η Δεξιά (ποιος; η Δεξιά!) και έσωσε τη χώρα με το μαγικό της ραβδί; Πλάκα μάς κάνεις; Επειδή ας πούμε είναι χαρισματικός (όπως αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων) ο Μητσοτάκης, σωθήκαμε;»
Η εύκολη και γρήγορη απάντηση είναι: «Ναι». Αυτή με τις πιο πολλές λέξεις είναι, «Θα περιμένουμε και θα δούμε. Και θα περιμένουμε πολύ». Τι να κάνουμε δηλαδή; Να αναμασήσουμε κι εμείς το κλισέ, «Θα συνεχίσουμε τον έλεγχό μας στην εξουσία»; Δεν μας πάνε αυτά. Κι άσε που οι πιο πολλοί τα λένε για να τα πουν.
Από την άλλη, μην ξεχνάτε ότι εδώ, στη στήλη, δεν είμαστε για να κάνουμε δημοσιογραφική δουλειά, όπως για παράδειγμα να στηλιτεύουμε τυχόν παρεκτροπές των κυβερνώντων —τέτοιες θα έχουμε πολλές—, λάθη —και τέτοια θα έχουμε—, ποικίλες υπουργικές ανοησίες κ.ο.κ. Αυτά τα κάνει η τηλεόραση και οι ραδιοφωνικές εκπομπές που βγάζουν γραμμές στον αέρα. Όμως εμείς;
Λοιπόν «εμείς» δεν ξέρω. Κάναμε ως οφείλαμε έναν δεκαετή μικρό προσωπικό αγώνα για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ από τα πράγματα, και τώρα που έφυγε είμαστε πιο αμήχανοι επαγγελματικά από ποτέ. Θαυμάζω τους «συναδέλφους» που κάνουν αυτή τη δουλειά με, κυριολεκτικά, κάθε κυβέρνηση. Να 'ναι καλά.
Αλλά δεν ξέρω πια τι να κάνω. Αυτή η φερνή πάει, φαγώθηκε. Να 'ταν κι άλλη.
ΥΓ. Για να δω το πράγμα από τη θετική του πλευρά, ας παίξω λίγο το Παιχνίδι της Χαράς. Είναι από εκείνα τα παιδικά βιβλιαράκια με την Πολυάννα για όσες τα θυμούνται (κυρίως κορίτσια τα διάβαζαν αυτά, και όσοι είχαμε αδελφές και τύχαινε να ξεμείνουμε από άλλα βιβλία): ευτυχώς να λέω που δεν είμαι γελοιογράφος? ούτε ψύλλος στον κόρφο τους.